Νείλου Σόρσκυ - Ασκητικά

Λόγοι, διδαχές και παραινέσεις των Αγίων της Ορθοδοξίας μας προς διόρθωση της πορείας του βίου μας.

Moderator: inanm7

Νείλου Σόρσκυ - Ασκητικά

Unread postby inanm7 » Wed Sep 29, 2021 3:06 pm

ΤΟΥ ΕΝ ΟΣΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ
ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΒΙΟΣ , ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΡΩΣΙΚΗ και ΣΧΟΛΙΑ
ΜΟΝΑΧΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ GROLIMUND


ΛΟΓΟΙ

ΛΟΓΟΣ Α'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί διαφοράς των εναντίον ημών νοητών πολέμων, περί νίκης και ήττας και ότι πρέπει επιμελώς να εναντιωνόμαστε στα πάθη.)
ΛΟΓΟΣ Β'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί της κατ' αυτών πάλης ημών και ότι δια της μνήμης του Θεού και δια της φυλακής της καρδίας, τουτέστιν δια της προσευχής και της ησυχίας του νοός, πρέπει να νικήσουμε αυτά και περί του πώς πρέπει να ενεργήσουμε ταύτα. Ωσαύτως και περί χαρισμάτων.)
ΛΟΓΟΣ Γ'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί τον πώς και δια ποιου μέσου πρέπει να ενισχυθούμε κατά την απειλή των πολέμων του νοητού αγώνος.)
ΛΟΓΟΣ Δ'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί του κεφαλαίου πάσης εργασίας εν τη πολιτεία ημών.)
ΛΟΓΟΣ Ε'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί της διαφοράς της πάλης και της νίκης ημών κατά των οκτώ πρωταρχικών εμπαθών λογισμών και των λοιπών.)
ΛΟΓΟΣ ΣΤ'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί όλων των λογισμών εν γένει.)
ΛΟΓΟΣ Ζ'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί της μνήμης του θανάτου και της φοβεράς κρίσεως, πώς πρέπει να μελετώμαι περί τούτων, δια να αποκτήσωμεν τον λογισμό τούτον εν ταις καρδίαις ημών.)
ΛΟΓΟΣ Η'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί δακρύων και τι πρέπει να πράξουν οι επιθυμούντες να αποκτήσουν αυτά.)
ΛΟΓΟΣ Θ'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί της φυλάξεως των επιτευχθέντων δακρύων μετά ταύτα.)
ΛΟΓΟΣ Ι'. (10). ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί αποκοπής τον ιδίου θελήματος και αληθούς αμεριμνίας, ήτις είναι η νέκρωσις από πάντων.)
ΛΟΓΟΣ ΙΑ'. (11). ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί του ότι πρέπει να πράξωμεν τας εργασίας ταύτας όχι προ του δέοντος καιρού και κατά τα αρμόζοντα μέτρα.)


ΛΟΓΟΣ Α'

Περί διαφοράς των εναντίον ημών νοητών πολέμων, περί νίκης και ήττας και ότι πρέπει επιμελώς να εναντιωνόμαστε στα πάθη.

«Διάφορα λοιπόν είναι ό εναντίον ημών πόλεμος του νοερού αγώνος, οι νίκες και οι ήττες, —είπαν οί Πατέρες—, πρώτον ή προσβολή, έπειτα ό συνδυασμός, μετά από αυτά ή συγκατάθεση, έπειτα ή αιχμαλωσία και μετά ταύτα το πάθος».

«Προσβολή» λοιπόν ονόμασαν οί άγιοι Πατέρες Ιωάννης της Κλίμακος καί Φιλόθεος ό Σιναΐτης «κάποιον ψιλό λογισμό, ή εικόνα του τυχόντος πράγματος, ή οποία νεοφανώς εισφέρεται στην καρδία και εμφανίζεται στο νουν». Ό δε Γρηγόριος ό Σιναΐτης λέγει: «Προσβολή είναι ή παρά του εχθρού γινομένη υπόμνησης, π.χ. Κάμε τούτο ή εκείνο, όπως επί του Κυρίου και Θεού ημών: Είπε ίνα οί λίθοι ούτοι άρτοι γένονται. Απλώς ειπείν, τούτο είναι οποιοσδήποτε λογισμός, ο οποίος προσφέρεται στον νουν του ανθρώπου. «Και τούτο, —λέγουν—, είναι χωρίς αμαρτία και δεν έχει
« ούτε έπαινο, ούτε μομφή, επειδή δεν είναι εντός ημών». Διότι είναι αδύνατον να μη μας έλθει προσβολή , του εχθρικού λογισμού, όπως λέγει ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος: «Προς τούτο εύρε ό διάβολος με τους δαίμονας του είσοδον αφού έκαμε τον άνθρωπον να εκδιωχθεί από τον Παράδεισο και από τον Θεό εξ αιτίας της παρακοής στον να σαλεύει το λογικό έκαστου με τους λογισμούς. Διότι των προκοψάντων και των τελείων είναι το να παραμένουν ασάλευτοι. «Άλλα και εις τούτους συμβαίνει κατά καιρόν να σαλευτούν», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ.

«Συνδυασμός» —όπως λέγουν—, είναι όταν συνομιλήσει κανείς προς το εμφανισθέν με εμπάθεια ή απαθώς, δηλαδή ή πρόσληψις του υπό του εχθρού προσφερομένου λογισμού, τουτέστιν, όταν γίνει μελέτη και συνομιλία με αυτόν εκ προαιρέσεως ημών». Τούτο είναι το να λογισθεί κανείς οποιανδήποτε σκέψη εισφερόμενη εις τον νουν του. «Αυτό, —είπον—, δεν είναι παντελώς αναμάρτητο. Έχει δε έπαινο, όταν καταταχθεί θεαρέστως». Το κατατάσσομε λοιπόν ούτος: Αν κανείς δεν αποκόψει την προσβολή του πονηρού λογισμού, αλλά συνομιλήσει ολίγον με αυτόν, ό εχθρός μεν του επιβάλλει να έχη εμπαθή λογισμό, αυτός δε πρέπει να επιδίωξη να τον μεταβολή εις καλόν. Περί του πώς πρέπει να τους μεταβάλλούμε σε καλούς λογισμούς, θα μιλήσουμε, αργότερα αν ό Θεός μας δώσει τον λόγο.

«Συγκατάθεση» δε λέγουν την ενήδονο κλίση της ψυχής προς τον εμφανισθέντα λογισμό ή προς την εμφανιζόμενη εικόνα, τουτέστιν, ‘όταν κανείς προσδεχόμενος τους λογισμούς ή τάς εικόνας, οι οποίες παρίστανται υπό του εχθρού, και συνομιλούν με αυτούς, νοερός συγκατατεθεί ολίγον να γίνει ούτος, όπως λέγει ό λογισμός του εχθρού. «Τούτο, —λέγουν—, «είναι ανάλογο προς την κατάσταση του αθλούντα». Τοιαύτη δε είναι ή κατάστασης εκάστου των αθλούντων: Εάν μεν έφθασε κανείς εις προκοπή και έλαβε παρά του Θεού την βοήθεια να δίωξη τους λογισμούς, αυτός αν ολιγωρήσει και εξ αμελείας δεν επιδίωξη να αποτρέψει τους πονηρούς λογισμούς, δεν είναι χωρίς αμαρτία. Εάν δε κανείς είναι αρχάριος και αδύνατος να εκδίωξη τις προσβολές του πονηρού, αυτός αν συγκατατεθεί έπ' ολίγον στον πονηρό λογισμό, άλλ' ευθύς εξομολογηθεί στον Κύριον, μετανοών και αυτομεμφόμενος, και όταν επικαλείται Αυτών σε βοήθεια, —όπως είναι γεγραμμένο «Εξομολογείστε τω Κυρίω και επικαλείστε το όνομα το αγιον Αυτού» —και εις αυτόν συγχωρεί ό Θεός ένεκεν του ελέους Του δια την ασθένειά του. Τούτο δε ελέχθη υπό των Πατέρων περί της συγκαταθέσεως του λογισμού, όταν ακουσίως νικηθεί κανείς υπό του λογισμού, ευρισκόμενος στον αγώνα. Ή δε ρίζα του νοός του είναι στερεωμένη στο να μη αμαρτάνει και να μη πράττει ενεργώς την ανομία. Ό δε Γρηγόριος ό Σιναΐτης λέγει• «Ύστερον ακολουθούν τα πάθη μετά την πάλη και την συγκατάθεση». Και εννοείται ότι περί της συγκαταθέσεως ταύτης είπεν ό Άγιος ούτος, ότι «όποιος προσδέχεται τους λογισμούς του εχθρού εκουσίως και συνομιλεί και συνδυάζεται με αυτούς, αυτός νικάτε ύπ' αυτών και προς τούτοις ήδη δεν παλαίει ενάντια του πάθους, άλλα συγκατατίθεται έσωθέν του να πράξη με βεβαιότητα την αμαρτία ή αν και θεληματικώς επιζήτηση να πράξη ενεργώς εκείνο, εις το όποιον συγκατετέθη με τον λογισμό του, αλλά κωλυθή είτε λόγω του τόπου ή δι' ωρισμένα άλλες αιτίας: τούτο είναι βαρύτατο και κατατάσσεται στα απαγορευμένα»

Ή δε «αιχμαλωσία ή επίμονος συνουσία προς το τυχόν και αφανιστική της αρίστης ημών καταστάσεως είναι ή βιαία και ακουσία απαγωγή της καρδίας, όταν ό νους αιχμαλωτισθεί υπό των λογισμών, τουτέστιν, με την βία απαχθεί σε πονηρούς λογισμούς, και χωρίς να το θελήσεις άλλ' αιφνιδίως του Θεού βοηθούντος, επιστρέψεις εις τον εαυτόν σου. Όταν κανείς ωσάν υπό της θύελλας και των κυμάτων φερόμενος και από την καλή κατάσταση απαγόμενος προς τους πονηρούς λογισμούς, δεν δύναται να έλθει σε γαλήνια και ειρηνική κατάσταση, —τούτο συμβαίνει μάλιστα από τον θόρυβο και από τις πολλές και ανωφελείς ομιλίας— αυτή είναι ή επίμονος συνουσία προς το τυχόν και αφανιστική της καλής ημών καταστάσεως. τούτο κρίνεται άλλως αν συμβεί εν καιρώ προσευχής και άλλως αν όχι εν καιρώ προσευχής και άλλως αν πρόκειται περί ουδετέρων και άλλως αν πρόκειται περί πονηρών λογισμών. όταν λοιπόν αιχμαλωτισθεί κανείς εν καιρώ προσευχής υπό πονηρών λογισμών, αυτό είναι βαρύτατο, διότι εν καιρώ προσευχής πρέπει να συνάγωμεν τον νουν επί τον Θεόν και να προσέχουμε στην προσευχή και να αποτρέπομαι τους παντός είδους λογισμούς. Αν συμβεί όχι εν καιρώ προσευχής και ως προς τας εν τω βίω αναγκαίας χρείας, τα τοιαύτα είναι χωρίς αμαρτία, επειδή και οί Άγιοι πλήρωσαν τας εν τω βίω τούτω αναγκαίας χρείας κατά τρόπον εύλογων. Εις οποιονδήποτε λοιπόν λογισμό ευρίσκεται ό νους με ευσεβή γνώμη, είναι με τον Θεόν. Τους δε πονηρούς λογισμούς πρέπει πάντοτε να αποστρεφώμεθα.

Πάθος δε αληθώς λέγουν εκείνο, το όποιον εμφωλεύει επί μακρόν χρόνον εν τη ψυχή και οδηγεί αυτήν ωσάν εις έξιν δια της προς αυτό συνήθειας. Και όταν αυτή λοιπόν έλθει αυθαιρέτως και οικειοθελώς εις αυτό, σαλεύει αυτήν συνεχώς με εμπαθείς λογισμούς, οίτινες έμβάλλονται υπό του εχθρού, αφού στερεώθηκε από τον συνδυασμό και από την συχνή συνομιλία και κατάντησε σε συνήθεια δια της πολλής μελέτης και φαντασίας. τούτο δε συμβαίνει, όταν ό εχθρός παραστήσει εις τον άνθρωπον οποιονδήποτε εμπαθές πράγμα επί μέρους και ανάψει αυτόν εις έρωτα αυτού πλέον των άλλων, και είτε θέλει, είτε δεν θέλει, νικηθεί ύπ' αυτού νοερός. Αυτό δε συμβαίνει προ παντός, όταν ό άνθρωπος πριν εξ αμελείας επί πολύ συνεδυάσθη και συνομίλησε με τον λογισμό, δηλαδή, αφού εκ προαιρέσεως έσκέφθη απρεπώς περί του πράγματος τούτου. Αυτό όμως υπόκειται εν πάσιν είτε στην σύμμετρο μετάνοια, είτε έστιν μέλλουσα κόλασιν, δηλαδή, πρέπει να μετανοήσει και να προσευχηθεί κανείς υπέρ της απελευθερώσεως από το τοιούτο πάθος. Διότι στην μέλλουσα κόλασιν υπόκειται κανείς δια το αμετανόητο, όχι δια τον πόλεμο. Αν θα συνέβαινε τούτο, δεν θα ήτο δυνατόν να λάβουν μερικοί άφεσιν χωρίς τελεία απάθεια, καθώς λέγει ό Πέτρος ό Δαμασκηνός. «Αρμόζει δε εις τον πολεμούμενο από οποιονδήποτε πάθος να εναντιωθεί επιμελώς εις αυτό», είπον οί Πατέρες. όπως θα πούμε περί του πάθους της πορνείας, όταν κανείς πολεμείται από ένα πάθος προς ένα πρόσωπον, πρέπει παντί τρόπω να απομακρυνθεί απ' αυτό και να αποφυγή τις συνομιλίες και τας συντυχίες και την επαφή των ματιών και την οσμή του. Διότι «οποίος δεν φυλάσσεται από όλα αυτά, αυτός εργάζεται το πάθος και πορνεύει διά των λογισμών εν τη καρδία», είπον οί Πατέρες. Αυτός μόνος-ανάφτει την κάμινο των παθών και εισάγει ως θηρία τους πονηρούς λογισμούς.

ΛΟΓΟΣ Β'

Περί της κατ' αυτών πάλης ημών και ότι δια της μνήμης του Θεού και δια της φυλακής της καρδίας, τουτέστιν δια της προσευχής και της ησυχίας του νοός, πρέπει να νικήσουμε αυτά και περί του πώς πρέπει να ενεργήσουμε ταύτα. Ωσαύτως και περί χαρισμάτων.
Την πάλη κατά τούτων καθορίζουν οι Πατέρες αναλόγων με την δύναμιν του παλαίοντας, ό οποίος με την θέληση του είτε νίκα, είτε δέχεται την ήττα νοερός. Απλώς ειπείν, πρέπει να εναντιωνώμεθα στους πονηρούς λογισμούς με όση δύναμη έχομεν. Τούτο γίνεται αίτιον στεφάνων ή βασάνων: οι μεν στέφανοι ανήκουν στους νικήσαντες, οι δε βάσανοι στους αμαρτήσαντες και μη μετανοήσαντες εν τω βίω τούτω.
«Αυτό δε είναι αμάρτημα, το όποιον είναι κολάσεων αίτιον, —λέγει ό Πέτρος ό Δαμασκηνός—, όταν φθάσει κανείς εις την πράξη. Εις δε τους ρωμαλέος παλαίοντας και μη ολιγωρούντας κατά τον σφοδρό πόλεμο του εχθρού πλέκονται υπέρλαμπροι στέφανοι». Ή δε νοερά και αρίστη πάλη, λέγουν οι Πατέρες, είναι το να αποκόψει κανείς την αρχήν του προσελθόντος λογισμού, —ό οποίος λέγεται προσβολή—, και να προσεύχηται αδιαλείπτως. Διότι όστις εναντιούται εις τον πρώτον, τουτέστιν εις την προσβολή του λογισμού, αυτός απέκοψε όλα τα επακόλουθα δια μιας, επειδή νοερός παλαιών κατά της μητρός των κακών, δηλαδή της πονηράς προσβολής, αναιρεί αυτήν με τον λογισμό. Και πρέπει να αγωνιστή να παραστήσει τον νουν κωφόν και άλαλο κατά τον καιρόν της προσευχής», όπως είπεν ό Νείλος ό Σιναΐτης, «και να έχει την καρδίαν ησυχάζουσαν από παντός λογισμού, και αν αυτός φανεί οπωσδήποτε καλός», λέγει ό Ησύχιος ό Ιεροσολυμίτης, «διότι εις τους απαθείς λογισμούς —είπεν— ακολουθούν οι εμπαθείς, όπως είναι γνωστόν εκ της πείρας και ή είσοδος των πρώτων γίνεται αιτία στους δεύτερους». Και επειδή ελέχθη ότι «ακολουθούντες τους καλούς λογισμούς εισέρχονται και οι πονηροί εντός ημών», δια τούτο πρέπει να επιδιώξουμε να σιωπούμε με την σκέψη και από τους νομιζόμενους δεξιούς λογισμούς και να βλέπουμε συνεχώς στο βάθος της καρδίας και να λέγουμε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με» όλον Ενίοτε δε μόνον το ήμισυ «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελεησόν με». Και πάλιν, αλλάζοντας τις λέξεις «Υιέ του Θεού, ελέησον με», «το οποίο είναι και ευκολότερο στους αρχαρίους», λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης. «Δεν πρέπει όμως, —είπε—, να αλλάζουμε συχνάκις, άλλα βραδέως». Τώρα δε προσθέτουν οι Πατέρες εις την προσευχή μία λέξη αφού πουν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με», λέγουν αμέσως «τον αμαρτωλό». Και τούτο είναι δεκτό. Μάλιστα δε αρμόζει Εις ημάς τους αμαρτωλούς. Και ούτω λέγε επιμελώς, είτε ιστάμενος, είτε καθήμενος, είτε και ανακλινόμενος, και κλείσε τον νουν σου στην καρδίαν και κρατεί την αναπνοή σου, όσον δυνατόν να μη αναπνέεις συχνάκις, όπως λέγουν ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος και ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης. Προσκαλεί τον Κύριον Ιησού με πόθο και καρτερία και αναμονή, αποστρεφόμενος πάντας τους λογισμούς. Και ότι είπον οι Πατέρες ούτοι, ότι πρέπει κανείς να κράτη την αναπνοή, ώστε να μη αναπνέει συχνάκις, θα διδάξει ή πείρα ταχέως, διότι αυτό λίαν ωφελεί την σύναξη του νοός. Εάν όμως δεν δύνασαι να προσευχηθείς χωρίς λογισμούς εν τη ησυχία της καρδίας σου, άλλ' δεις ότι αυτοί πολλαπλασιάζονται εντός του νοός σου, τότε μη ολιγοψυχήσεις δι' αυτό, άλλ' επίμενε παρά ταύτα εις την προσευχή. Διότι ό μακάριος Γρηγόριος ό Σιναΐτης, γνωρίζων ακριβώς, ότι εις ημάς τους εμπαθείς είναι αδύνατον να νικήσουμε τους πονηρούς λογισμούς, είπε το έξης• «Ουδείς των αρχαρίων κρατεί του νοός και εκδιώκει τους λογισμούς, αν ό Θεός δεν κράτηση αύτού και εκδίωξη τους λογισμούς του. Διότι των δυνατών είναι το να κρατούν του νοός και να εκδιώκουν τους λογισμούς, αλλά και αυτοί δεν τους εκδιώκουν Αφ' εαυτών, αλλά συν Θεώ αθλούνται εις τον εναντίον τούτων πόλεμο, ενδεδυμένοι την χάριν και την πανοπλία Του». «Συ δε, —λέγει—, όταν δεις την ακαθαρσία των πονηρών πνευμάτων, δηλαδή τους εν τη διάνοια σου εγειρομένους λογισμούς, μη φοβηθείς, μηδέ εκθαμβηθής. Και αν σου εμφανισθούν μερικά καλά νοήματα κάποιων πραγμάτων, μη προσεχής εις αυτά, άλλα κρατών την αναπνοή όσο δυνατόν και συγκλείων τον νουν εν τη καρδία, αντί όπλου επικάλεσε τον Κύριον Ιησού συνεχώς και επιμελώς, και θα αποδράσουν, υπό του θείου ονόματος ως δια πυρός αοράτος κατακαέντες». Όταν όμως οι λογισμοί σε θλίψουν πολύ, τότε αναστάς προσευχήσου εναντίον των και πάλιν κράτησον με δύναμιν την πρώτη εργασία. Πώς δε να προσευχώμεθα εναντίον των λογισμών; Τούτο Θεού βοηθούντος θα είπωμεν εν συνεχεία. Όταν όμως, και Αφ' ου προσευχηθείς εναντίον των, παρά ταύτα αναισχυντήσουν και πολλαπλασιασθούν τόσον, ώστε να μη δυνηθείς με τον νουν να τηρήσεις την καρδίαν, τότε λέγε την προσευχή επί πολύ αδιαλείπτως, ρωμαλέος και καρτερικός με το στόμα. Όταν όμως σε καταλάβουν ή οκνηρία και ή κόπωσης, προσκάλεσαν τον Θεόν εις βοήθεια και βίασον τον εαυτόν σου κατά δύναμιν να μη παύσης την προσευχή, και ευθύς θα απέλθουν όλα ταύτα παντελώς υπό της θείας βοηθείας αποδιωκόμενα. Όταν δε ό νους γαληνεύσει από τους λογισμούς, τότε πάλιν πρόσεχε εις την καρδίαν και λέγε την ευχή ψυχικώς ή νοερός. Πολλαί μεν ενάρετοι εργασίες υπάρχουν, άλλ' είναι επί μέρους. «Ή δε καρδιακή προσευχή είναι πηγή παντός αγαθού και αρδεύει την ψυχήν ωσάν τα φυτά», λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης1. Και συμπεριλαβών αυτό από τα συγγράμματα όλων των θεοφόρων Πατέρων και ακολουθών τους λοιπούς, ό μακάριος διατάσσει να έχομεν επιμελή μέριμνα περί της προσευχής, απέχοντες εν αύτη πάντων των λογισμών, ει δυνατόν όχι μόνον των κακών, αλλά και των νομιζόμενων καλών. «Διότι ή ησυχία, λέγει, είναι απόθεσης των νοημάτων μέχρι καιρού, δία να μη, προσεχών εις αυτά ως εις καλά, απολέσεις το μεγαλύτερο». «Και να ζητήσεις εντός της καρδίας τον Κύριον όπερ είναι το να τηρήσεις με τον νουν την καρδίαν εν τη προσευχή και να περιστρέφεσαι πάντοτε εντός αυτής», καθώς είπεν ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος.
«Αυτή δε ή εργασία, —λέγει—, το να τήρηση κανείς τον νουν εν τη καρδία χωρίς πάντων των λογισμών, είναι λίαν επίμοχθος εις τους μη εθισμένους, όχι μόνον εις τους αρχαρίους, αλλά και εις τους βραδύνοντας εργάτες, οίτινες ακόμη δεν εδέχθησαν και δεν κράτησαν από την ενέργεια της Χάριτος την ηδονή της προσευχής εντός της καρδίας. Και από την εμπειρία είναι μεν γνωστόν, διότι στους αδυνάτους ή εργασία αυτή φαίνεται ακόμη λίαν σκληρά και δύσκολος. Όταν δε βρει κανείς την Χάριν, τότε προσεύχεται άκοπος και με αγάπη, παρηγορούμενος υπό της Χάριτος». «Διότι όταν έλθει ή ενέργεια της προσευχής, τότε εκείνη αληθώς κρατεί τον νουν εντός του εαυτού του και ευφραίνει και ελευθερώνει αυτόν από την αιχμαλωσία», λέγει ό Σιναΐτης. Τούτου ένεκα πρέπει να καρτερεί κανείς εν τη προσευχή, αποστρεφόμενος πάντας τους λογισμούς όσο είναι δυνατόν, και να μη άνοστη προ καιρού δια να ψάλει. «Διότι εν υπομονή, —λέγει—, να είναι το κάθισμα σου δια τον ειπόντα -τη προσευχή καρτερούντες-, και μη άνοστης ταχέως δια την ακηδία του πόνου και δια την νοερά βοή του νοός». Και αναφέρεται Εις το ρητό του προφήτου• «Ωδίνες ώσπερ ώδινούσης και μελλούσης τίκτει» και στον άγιο Έφραίμ, όστις λέγει• «Πόνει τον πόνο με πόνο, δια να διαφυγής των ματαίων πόνων τους πόνους». Και διατάσσει ότι κλίναντες τους ώμους και την κεφαλήν και αλγούντες πρέπει πολλάκις με πόθο να καρτερώ-μεν εις αυτά, επικαλούμενοι Εις βοήθεια τον Κύριον Ιησού, κύπτοντες κάτω και συνάγοντες τον νουν, αν και αυτός διασκορπιστεί. ταύτα λέγει και αναφέρεται στον ίδιον τον Κύριον, τον ειπόντα ότι «ή Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί άρπάζουσιν αυτήν». «Με την βία, —λέγει—, ό Κύριος υπέδειξε τον περί τούτων ζήλο και πόνο». Όταν όμως ό καλών νους θλίβει και αποκάμει και το σώμα και ή καρδία αλγήσουν από την σφοδρά και συχνή επίκληση του Κυρίου Ιησού, τότε πρέπει να τον απολύσουμε στην ψαλμωδία, ώστε να του δώσομε λίγη άνεση και ανάπαυση. «Ή τάξις αυτή —είπεν—, είναι αρίστη και διδαχή σοφότατων ανδρών». Και διατάσσει να πράττει κανείς ούτος είτε κατά μονάς, είτε με μαθητή. «Αν λοιπόν έχεις πιστόν μαθητή, —λέγει—, τότε εκείνος να απαγγείλει τους ψαλμούς, συ δε πρόσεχε στην καρδίαν, μη δεχόμενος καθ' όλου κανένα είδος φαντασιών και καμία εικόνα οπτασιών δια να μη πλανηθείς». «Υπάρχουν και μετεωρισμοί της διανοίας και καθ' ον χρόνον ό νους ίσταται εν τη καρδία και ενεργεί την προσευχή, —είπε—, και δεν υποτάσσονται αυτοί σε κανένα, ει μη στους τελείους εν Πνεύματι Άγίω, οίτινες έφθασαν το αμετεώριστο εν Χριστώ Ιησού»..
Και αυτό λοιπόν λέγει ό Όσιος ούτος, επειδή ό ίδιος κατενόησε ταύτα εκ πείρας, ότι πρέπει να έχομεν πάσα την σπουδή στην προσευχή, και λίγη επιμέλεια των ψαλμών δια την ακηδία, και να απαγγέλλομαι τροπάρια κατανυκτικά άνευ μέλους κατά τους λόγους του Κλίμακος, ότι «δεν θα μελωδήσουν οι τοιούτοι δηλαδή οι ησυχαστές ». «Διότι αρκεί σε αυτούς εις ευφροσύνη ό πόνος της καρδίας, ό υπέρ ευσέβειας γινόμενος», όπως λέγει ό άγιος Μάρκος, «και ή θέρμη του Πνεύματος, ήτις δίδεται σε αυτούς προς χαρά και παρηγοριά». Διατάσσει δε να λέγουν το Τρισάγιο εις πάσαν ψαλμωδία και το Αλληλούια πάντοτε, κατά την τάξιν των παλαιών πατέρων Βαρσανουφίου και Διαδόχου και των λοιπών. «Και όταν ενίοτε —λέγει— καθορίζεις ως κανόνα των εργασιών μίαν ώραν να προσευχηθείς, μίαν ώραν να ανάγνωσης, μίαν ωραν να ψάλεις και ούτω να διέλθεις την ήμέραν, αυτό είναι καλόν, —λέγει—, κατά τον καιρόν και την δύναμη εκάστου των αθλούντων». Και έθεσεν Εις την προαίρεσίν των είτε να φυλάττουν Τούτο, είτε να τηρούν αδιάλειπτο συνέχεια, τουτέστιν πάντοτε να παραμένουν Εις το έργον του Θεού. Όταν δε δια της Χάριτος του Θεού έλθει ή ήδύτης της προσευχής και ενεργήσει εν τη καρδία, προτάσσει να επιδοθούμε αυτή τα μέγιστα. «Εάν βλέπεις, —λέγει—, ότι ή ευχή ενεργεί εν τη καρδία σου και δεν παύει να κινείται, τότε μη άφήσης αυτήν ποτέ και μη άνοστης να ψάλεις, αν δεν σε καταλείψει κατ' οικονομία. Διότι καταλιπών τον Θεον έσωθεν, επικαλείσαι Αυτόν έξωθεν, από τα υψηλά προς τα χαμαιπετή παρεκκλίνων. Άλλα και σύγχυσιν προξενείς και ταράζεις τον νουν από την γαλήνη του, διότι ή ησυχία επωνομάσθη με το όνομα της, επειδή την έχει κανείς εν ειρήνη και γαλήνη, —ο δε Θεός είναι ειρήνη—, ανώτερος του θορύβου και της κραυγής». «οι δε μη γνωρίζοντες την προσευχή, ήτις είναι αρετών πηγή, κατά τους λόγους του Κλίμακος , αρδεύουσα ταύτας ως τα φυτά της ψυχής, πρέπει να ψάλλουν πολύ και χωρίς μέτρον και πάντοτε να ευρίσκονται εν ποικιλία πολλών και διαφόρων εργασιών. Άλλη μεν είναι ή πράξης της ησυχίας, έτερα δε ή του κοινοβίου. Διότι παν μέτρον άριστον κατά τους σοφούς. Όθεν οφείλει λοιπόν ό ησυχαστής συμμέτρως να ψάλλει, καθώς είπον οι Πατέρες, ως επί το πλείστον ασκούμενος εν τη προσευχή. Όταν όμως ραθυμήσει, τότε να ψάλει ή να ανάγνωση τους πρακτικούς βίους των πατέρων. Διότι το πλοίων δεν έχει ανάγκην κόπων, όταν ό άνεμος τείνει τα Ιστία και το μεταφέρει επί της θαλάσσης των παθών, άλλ' όταν σταθεί, τότε μετακινείται με κώπας ή με ρυμουλκό πλοιάριο. Σε εκείνους, οίτινες φιλόνικος προβάλλουν τους αγίους Πατέρας ή μερικούς από τους ενταύθα, ότι έκαμναν παννύχιον στάση και αδιάλειπτο ψαλμωδία, διατάσσει να αποκριθούμε από την Γραφή ούτω• Δεν είναι τα πάντα των πάντων τέλεια δια την έλλειψη του ζήλου και δια την εξασθενίσει της δυνάμεως, άλλα τα μεν μικρά παρά τοις μεγάλοις δεν είναι παντελώς μικρά, τα δε μεγάλα παρά τοις μικροίς δεν είναι παντελώς τέλεια, διότι όχι πάντες ήσαν πάντοτε πρακτικοί, ούτε πάντες βάδισαν τώρα ή παλαιότερα τον ίδιον δρόμο ή τον κράτησαν μέχρι τέλους».
Περί δε των εν προκοπή όντων και φθασάντων εις τον φωτισμό είπεν «αυτοί δεν χρειάζονται να λέγουν ψαλμούς, αλλά να έχουν σιωπή και αδιάλειπτο προσευχή και θεωρία, διότι αυτοί είναι ηνωμένοι με τον Θεόν και δεν έχουν χρείαν να αποσπάσουν τον νουν των άπ' Αυτόν και να τον εμβάλουν Εις σύγχυση. Διότι μοιχεύει ό νους των τοιούτων, όταν αποχωριστή από την μνήμην του Θεού και κατασχεθεί υπό έρωτος δι' ευτελέστατα πράγματα». Ό δε άγιος Ισαάκ, γράφων περί τούτων ύψιστα, εξηγεί ούτος•
« Όταν εις αυτούς επέλθει ή ανέκφραστος εκείνη χαρά, και ή προσευχή εκκοπή από τα χείλη, τότε λοιπόν, —λέγει—, παύουν το στόμα και ή γλώσσα και ή καρδία, ό ταμιούχος των λογισμών, και ό νους, ό κυβερνήτης των αισθήσεων και ή διάνοια, το ταχυπετές και αναιδές πτηνό. Και προς τίποτε ή διάνοια δεν έχει προσευχή, ούτε κίνηση, ούτε αυτεξούσιων, αλλά καθοδηγείται υπό την οδηγία ετέρας δυνάμεως, και δεν οδηγεί. Και κρατείται ύπ' αιχμαλωσία κατά την ώραν εκείνη και διατρίβει εις τα ασύλληπτα πράγματα, ένθα δεν γνωρίζει». και ονομάζει τούτο έκστασιν και θεωρία της προσευχής, και όχι προσευχή. Και ό νους δεν προσεύχεται την προσευχή, άλλ' ευρίσκεται υπεράνω της προσευχής. Και κατά την εύρεση του κρείττονος εγκαταλείπεται ή προσευχή και περιέρχεται εις έκστασιν και δεν έχει επιθυμία κανενός πράγματος κατά τον λόγον του Αποστόλου, «είτε εν σώματι, ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος, ουκ οίδα». Την μεν προσευχή ονόμασε σπόρον, ταύτην δε, δηλαδή την έκστασιν, άρση των δραγμάτων, κατά την οποίαν ό θερίζων εκπλήττεται από την ανέκφραστο θέα, πώς εκ των ελαχίστων και γυμνών κόκκων, τους οποίους έσπειρε, βλάστησαν έμπροσθεν του έξαφνα τοιούτοι ανθηροί στάχυες.
«Προσευχή την ονομάζουν οι Πατέρες, επειδή έχει την αφορμή της από την προσευχή και εν καιρώ προσευχής δίδεται Εις τους Αγίους αυτή ή ανέκφραστος δωρεά, και την επονομάζουν όπως θέλουν, δια να στερεώσουν τους λογισμούς της ψυχής. Τα δε ονόματα της δεν γνωρίζει κανείς ακριβώς. Όταν μεν ή ψυχή κινηθεί με την ενέργεια του Πνεύματος προς εκείνο το Θείον και κατασταθεί όμοία προς την Θεότητα δια της ακατάληπτου ενώσεως και φωτιστή δια της ακτίνας του υψηλού φωτός Εις τας κινήσεις της, και Όταν αξιωθεί ό νους να αισθανθεί την μέλλουσα μακαριότητα, τότε λησμονεί και τον εαυτόν του και πάντα τα παρόντα και δεν έχει πλέον κίνηση προς τίποτε». Και αλλαχού λέγει ότι «εν καιρώ προσευχής ό νους αρπάζεται άνευ της θελήσεως Εις εννοίας των ασωμάτων, τα όποια δεν επετράπη να ερμηνεύσουν οι αισθήσεις. Τότε εξάπτεται εντός σου εξαίφνης χαρά, ήτις κατασιγάζει την γλώσσα εις την ανόμοιο τρυφή της. Βρύει από την καρδίαν πάντοτε κάποια ηδονή και προσελκύει τον ανθρωπον όλον εξ όλου. Ανεπαισθήτως κατά καιρόν και καιρόν εμπίπτει εις όλον το σώμα κάποια τρυφή και αγαλλίασης, όπως σαρκική γλώσσα δεν δύναται να τας εκφράσει, μέχρις ότου θεώρηση όλα τα γήινα ως σποδόν και σκύβαλα εν τη μνήμη ταύτη». «Και Όταν επέλθει εις τον ανθρωπον, —λέγει—, εκείνη ή τρυφή, ή οποία σφύζει εις όλον του το σώμα, τότε νομίζει εν εκείνη τη ώρα ότι δεν είναι τίποτε άλλο ή Βασιλεία του Θεού, ή μη μόνον Τούτο».
Και πάλιν αλλαχού λέγει• «Ό εύρων την εν Θεώ χαράν όχι μόνον δεν θα προσβλέψει εις τα πάθη, άλλ' ούτε εις την ζωήν του δεν θα επιστρέψει. Ή αγάπη του Θεού είναι γλυκύτερα της ζωής, και ή κατά Θεόν σύνεσης γλυκύτερα μέλιτος και κηρίου. Εξ αυτής δε τίκτεται ή αγάπη». Άλλα ταύτα είναι άρρητα και ανεκλάλητα, όπως λέγει ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος• «Ποία γλώσσα θα λαλήσει; ποίος δε νους θα ερμηνεύσει; ποίος λόγος θα το έκφραση; Διότι φρικτό, εν αλήθεια φρικτό και υπέρ λόγον είναι το ότι βλέπω το φως, το όποιον δεν έχει ό κόσμος, εν μέσω του κελιού μου, επί της κλίνης καθήμενος. Εντός μου βλέπω τον Ποιητήν του κόσμου, και ομιλώ και φιλώ και τρώγω και τρέφομαι καλώς με μόνη την θεωρία Του. Και συνηνωμένος με Αυτόν υπερβαίνω τους ουρανούς. Και τούτο γνωρίζω ακριβώς και αληθώς. Που όμως ευρίσκεται τότε το σώμα, δεν γνωρίζω». Και ομιλών περί του Κυρίου είπεν «Αυτός με αγαπά, και εντός του ιδίου του εαυτού Του με λαμβάνει, και εν αγκάλες με σκεπάζει. Εν ουρανώ ων, υπάρχει και εν τη καρδία μου, εδώ και εκεί μου είναι ορατός».
Και πάλιν λέγει προς το πρόσωπον του Κυρίου• «Τούτο, Δέσποτα, με αναδεικνύει ίσον προς τους αγγέλους, και με καθίστα ανώτερων εκείνων, διότι εις αυτούς είσαι αόρατος κατά την ουσία, κατά δε την φύσιν απρόσιτος, εις έμέ όμως γίνεσαι πάντως ορατός, και με την φύσιν σου μειγνύεται ή ουσία μου». ταύτα δε γράφων, εξηγεί• «Οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν σαρκική ουκ ανέβει». Και Εις ταύτα παραγενόμενος όχι μόνον δεν θέλει να εξέλθει του κελιού, αλλά και να είναι κεκρυμμένος εντός λάκκου, εσκαμμένου υπό την γήν, «όπως, εκεί διάγων, —λέγει—, έξω από όλον τον κόσμον, βλέπω τον άθανατον Δεσπότη μου και Κτίστη».
Και προς ταύτα συμφωνών λέγει ό άγιος Ισαάκ• «Όταν αρθεί το κάλυμμα των παθών από τους οφθαλμούς της διανοίας του ανθρώπου και δη αυτός την δόξα εκείνη, ευθύς θα ανυψωθεί ή διάνοια του εν εκπλήξει. Και εάν ό Θεός δεν είχε θέσει όριο εις τα τοιαύτα πράγματα κατά την ζωήν ταύτην, πόσον αρμόζει να παραμείνει κανείς εις αυτά, —και όμως, ον επιτρέπετε στον άνθρωπο να παραμείνει εις αυτά καθ' όλη την ζωή του, δεν θα ήθελε να εξέλθει εκείθεν από την θαυμάσια θεωρία τούτων». Άλλ' ό Θεός πράττει τούτο δια το έλεος Του, το να ελάττωση κατά καιρόν τας χάριτας από τους Αγίους, δια να χουν και εκείνοι την πρόνοια και μέριμνα περί των αδελφών και την διακονίαν του λόγου, ήτις είναι παραίνεσης προς ευσέβεια, όπως λέγει ό άγιος Μακάριος περί των εις τα μέτρα της τελειότητας φθασάντων «Θα ήθελε ό άνθρωπος ούτος όλος να καταναλωθεί από την αγάπη και γλυκύτητα των θαυμάσιων εκείνων θεωριών». «Και εάν θα είχε την Χάριν πάντοτε κατά τούτον τον ίδιον τρόπον, είπε, δεν θα ήτο δυνατόν να υποφέρει την οικονομία και το βάρος του λόγου, ούτε να ακούσει ή να ειπεί κάτι από τα παρόντα, ή να μεριμνήσει περί τούτων έστω το ελάχιστον».
Και ομίλησεν εν παραβολή περί των τελειωθέντων δια της Χάριτος, ότι «αναβαίνουν δώδεκα βαθμίδας, ή Χάρις υποχωρεί, —λέγει—, και κατέβασα μίαν βαθμίδα, ίσταται ούτος ειπείν επί της ενδέκατης. Και δια Τούτο το μέτρον της τελειότητας δεν κρατείται ύπ' αυτών, δια να έχουν χρόνον να ασχολούνται και με τους αδελφούς και να προνοούν την διακονίαν του λόγου» . Άλλα τι να είπωμεν περί εκείνων, οίτινες γεύθηκαν έτι εν τω θνητό τούτω σώματι της αθανάτου τρυφής, και έτι εν τω ολιγοχρόνιο κόσμο τούτω αξιώθηκαν εν μέρει εκείνης της χαράς, ή οποία απόκειται εν τη ουράνια πατρίδα; Αυτοί ούτε προσκολλώνται Εις τα καλά και τερπνά του κόσμου τούτου, ούτε φοβούνται τα θλιβερά και δεινά, αλλά με τον Απόστολων παρρησιάζονται να λέγουν «Ουδέν χωρίσει ημάς από της αγάπης του Θεού» και τα λοιπά.
Αυτό λοιπόν είναι, κατά τον λόγον του αγίου Ισαάκ, «έργον εκείνων, οι όποιοι έγιναν θεαταί και λειτουργοί τούτου του πράγματος ή των υπό τοιούτων Πατέ¬ρων παιδευθέντων και διδαχθέντων την αλήθεια από τα στόματα εκείνων και διαπερασάντων τον βίον των εις ταύτας και τοιαύτας αναζητήσεις».
Ημείς όμως οι αχρείοι, υπαίτιοι όντες Εις πολλάς αμαρτίας και πλήρεις παθών, ένεκα τούτου δεν είμεθα άξιοι ούτε καν να ακούσουμε τοιούτους λόγους. Αλλ' ελπίζω στην Χάριν του Θεού, τόλμησα επί μέρους να αναφερθώ εις ταύτα τα άγια γραπτά των πνευματοφόρων λόγων, δια να γνωρίσωμεν έστω εν ολίγο από ποία αθλιότητα συνεχόμεθα και σε ποια άνοια παραδιδόμεθα, Όταν επιδιώκουμε την επικοινωνία και προκοπή του κόσμου τούτου και όταν αποκτούμε πράγματα φθαρτά, και όταν εισερχόμεθα δια ταύτα σε περισπασμούς και διαμάχες και προξενούμε ζημία στις ψυχές ημών. Και τούτο πράττοντας, νομίζουμε ότι αγαθοποιούμε και λογιζόμεθα αυτό εις έπαινο του εαυτού μας.
Αλλά «ουαί εις ημάς, ότι δεν γνωρίζουμε τας ψυχάς ημών, ούτε εννοούμε, εις ποια πολιτεία εκλήθημεν», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ, «και νομίζομε ότι ό βίος του κόσμου τούτου ή αι θλίψεις του ή αι αναπαύσεις του είναι κάτι»• Και από την οκνηρία και κοσμοφιλία και αμέλεια ημών λέγομε ότι ταύτα άρμοσαν στους παλαιούς Πατέρας. Εις ημάς όμως αυτά δεν είναι αναγκαία, ούτε είναι δυνατά. Άλλα δεν έχει ούτω το πράγμα, δεν έχει! Αδύνατα είναι μεν Εις εκείνους, οι όποιοι αυτοπροαιρέτως ρίπτουν τον εαυτόν των Εις τα πάθη και δεν θέλουν να μετανοήσουν αληθώς και με σπουδή να καταγίνονται Εις το έργον του Θεού και οι όποιοι αγαπούν τας ανωφελείς μεριμνάς του κόσμου τούτου. Πάντας δε τους θερμώς μετανοούντα ελεεί ό Κύριος, και ευεργετεί και δοξάζει τους μετά πολλής αγάπης και φόβου ζητούντα Αυτόν και προς Αυτόν μόνον αποβλέποντας και ποιούντα τας εντολάς Του.
Ούτω μας πληροφορεί όλη ή Θεία Γραφή. Διότι πολλοί παλαιοί Πατέρες ήσαν εργάται και διδάσκαλοι τούτων, και ό ένας οικοδόμησε και ενδυνάμωσε τον άλλον. Τώρα όμως, Αφ' ου σπάνισαν οι τοιούτοι, αν θέληση κανείς με σπουδή να επιδοθεί στο έργον του Θεού, τον παιδαγωγεί κυρίως ή Χάρις και τον βοηθεί από του νυν και έως του αιώνος.
Όσοι όμως δεν έχουν προαίρεσιν να αγωνισθούν και οδηγούν και άλλους Εις αμέλεια και απελπισία και λέγουν, ότι τώρα υπό του Θεού δεν χορηγούνται αι δωρεαί των παλαιών χαρισμάτων, αυτούς ονομάζει πλανωμένους και πλανώντας τους άλλους. Άλλα μερικοί δεν θέλουν ούτε να ακούσουν ότι υπάρχει. Χάρις Εις τον παρόντα καιρόν. «Ούτοι είναι από την πολλή αναισθησία και αφροσύνη και ολιγοπιστία σκοτισμένοι», λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης. Ημείς όμως έγνωρίσαμεν ταύτα πάντα από τας Αγίας Γραφάς, και εάν θέλουμε να έχουμε αληθινή επιμέλεια δια το έργον του Θεού, απομακρυνόμεθα πρώτον όσον δυνατόν από την ματαιότητα του κόσμου τούτου και αγωνιζόμεθα να μειώσουμε τα πάθη, τουτέστιν να τηρούμε την καρδίαν από τους πονηρούς λογισμούς. Και εν τούτω να εκτελούμε τας εντολάς. Και με την φυλακήν της καρδίας να έχομεν πάντοτε την ευχή. «Ούτος λοιπόν είναι ό πρώτος βαθμός της μοναχικής ηλικίας, και κατ' άλλον τρόπον είναι αδύνατον να μειωθούν τα πάθη», λέγει ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος. Και μάλιστα κατά τας νύκτας αρμόζει να καταγινώμεθα με σπουδή εις την εργασία ταύτην, είπον οι Πατέρες.
Όθεν λέγει ό μακάριος Φιλόθεος ό Σιναΐτης ότι «κατά τας νύκτας μάλλον πρέπει να καθαριστή ό νους». Και ό άγιος Ισαάκ λέγει• «Έκαστη προσευχή, την οποίαν προσφέρεις κατά την νύκτα, να είναι εν τοις οφθαλμοίς σου τιμιότερα πασών των πράξεων της ημέρας. Διότι ή ήδύτης, ήτις δίδεται εις τους ασκητές κατά την ήμέραν, πηγάζει από το φως της νυκτερινής εργασίας».
Και οι λοιποί Άγιοι συμφωνούν ως προς αυτό. Δια Τούτο ό της Κλίμακος λέγει• «κατά την νύκτα δίδε το περισσότερο εις την προσευχή, το δε ολιγότερων εις την ψαλμωδία». Και αλλαχού λέγει• «Αποκαμών ό εργάτης, αναστάς θα προσευχηθεί».
Ούτω πρέπει και ημείς να πράξουμε, Όταν ό νους κοπιάσει εν τη προσευχή, να τον αφήσουμε λίγο στην ψαλμωδία, την οποίαν έχει κανείς ως κανόνα, είτε ψαλμούς, είτε ορισμένα τροπάρια, είτε κάτι άλλο. «Ή μεν πολυλογία πολλάκις διασκόρπισε τον νουν εν τη προσευχή• ή δε ολιγολογία πολλάκις συνήγαγε αυτόν», λέγει ό ίδιος ό Ιωάννης της Κλίμακος. Κατά τον διασκορπισμών των λογισμών πρέπει να επιδοθεί κανείς περισσότερο Εις την ανάγνωση, όπως λέγει ό Ισαάκ• «Εν καιρώ κατά τον όποιον ή διάνοια σου είναι διασκορπισμένη, περισσότερο να επιδοθείς στην ανάγνωση παρά στην προσευχή». Ή εις το εργόχειρο, όπως ό άγγελος παρέδωσε στον Μέγα Αντώνιο. Διότι Εις τους αρχαρίους κατά την επιδρομή μεν των λογισμών το εργόχειρο με την ευχή ή κάποια διακονία είναι λίαν ωφέλιμα, είπον οι Πατέρες, μάλιστα δε εν καιρώ θλίψεως και ακηδίας των λογισμών αυτά είναι χρήσιμα•
Ό δε μακάριος Ησύχιος ό Ιεροσολυμίτης ορίζει Εις την νοερά εργασία ταύτην τεσσάρας τρόπους• «'Ή το να παρατηρήσει κανείς τις προσβολές, η το να έχει κανείς την καρδία βαθέως σιωπώσα από παντός λογισμού και να εύχεται, ή το να επικαλείται κανείς τον Κύριον Ιησού Χριστόν σε βοήθεια, ή το να έχει κανείς μνήμη θανάτου. Αυτοί πάντες οι τρόποι εμποδίζουν τας πονηράς εννοίας». Και εν οποιοδήποτε τούτων αν ευρέθη κανείς, ταύτα πάντα λέγονται νίψις, δηλαδή νοερά εργασία. Αφ' ου ταύτα πάντα είδαμε, ας αθλήση έκαστος ημών κατά την αρμόζουσα σε αυτόν τάξιν.
ΛΟΓΟΣ Γ'

Περί τον πώς και δια ποίου μέσου πρέπει να ενισχυθούμε κατά την απειλή των πολέμων του νοητού αγώνος.
Αυτή είναι ή ενίσχυσης στον πόλεμο του αγώνος ημών, περί της οποίας γίνεται λόγος σε όλες τις Γραφές, το να μη ολιγοψυχήσομε, μήτε να ακηδιάσουμε όταν πολεμούμεθα δεινώς από πονηρούς λογισμούς, μήτε να παύσουμε να τρέχουμε τον δρόμο εν τω σταδίω.
Και αυτή μεν είναι ή δολιότητα της κακίας του διαβόλου, το να μας βάλει σε ντροπή δια τις ήττες υπό των αισχρών λογισμών, ώστε να αισχυνθούμε να αναβλέψουμε δια της μετανοίας προς το Θεό και να προσευχηθούμε εναντίον των. Αλλά δια της συνεχούς μετανοίας και αδιάλειπτου προσευχής νικούμε αυτούς και δεν δίδομε τον νότων στους εχθρούς, —αν και λαμβάνουμε παρ' αυτών χιλίας πληγάς καθ' έκαστη ημέρα—, και αποφασίζομε μέχρις ότου αποθάνουμε να μη αποστατήσουμε επ' ουδενί λόγω από την ζωηφόρον εργασία ταύτην.
Διότι μετά τούτων γίνεται εις ημάς τους εμπαθείς και αδυνάτους κρυφίως ή επίσκεψις του θείου ελέους, επειδή όχι μόνον εις ημάς, αλλά και εις τους εν τη υψηλή τάξει της καθαρότητας ισταμένους και εις τους εν βίω αξίων επαίνων «εντός της πολιτείας της ησυχίας υπό τον βραχίονα της γνώσεως του Θεού διάγοντας συμβαίνουν νοερές πτώσεις και μετά ταύτας ειρήνη και παρηγοριά και λογισμοί σωφροσύνης και πραότητας», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ.
Διότι όταν ένας άνθρωπος άχρηστος και ανελλιπώς από την αγυμνασία του κεντριζόμενος και καταρριπτόμενος, και εν παντί καιρώ εν αδυναμία τελών, αρπάζει την σημαία εκ των χειρών της στρατιάς των υιών των γιγάντων, τότε το όνομα του εξαίρεται και επαινείται πλέον του ονόματος των άθλούντων και γνωριζομένων εν ταίς νίκες, και αυτός λαμβάνει στέφανον και δώρα πολυτιμότερα πάντων των εταίρων του. Και τούτο μας δεικνύουν σαφώς οι άγιοι και αφαιρούν την αμφιβολία από την διάνοια ημών, δια να μη εκλυθούμε κατά τον νου στον νοερό πόλεμο, και εν καιρώ ταραχής από τις επιθέσεις των αισχρών λογισμών, και να μη αποκλίνουμε σε απόγνωση. Και πάλιν, όταν γίνει ή επίσκεψις της Χάριτος, να μη αμεριμνήσης, μήτε να επαρθείς, άλλ' εξομολογήσου εις τον Θεόν και ευχαρίστησαν Αυτόν και πρόσπεσαν εις Αυτόν επί τη μνήμη των αμαρτημάτων σου, τα οποία σου συνέβησαν εν τω καιρώ της παραχωρήσεως.
Που κατέβεις τότε και πώς απέκτησες νουν κτηνώδη; Και μνημόνευσαν της αθλιότητας της φύσεως σου και διάκριναν τους ακάθαρτους λογισμούς και τα άσχημα είδωλα, τα οποία ανυψώθηκαν στην διάνοια σου εν καιρώ χειμώνας και εν ώρα συγχύσεως και αταξίας των λογισμών, οίτινες εν τη αβλεψία της αμαυρώσεως επανέστησαν προ ολίγου εναντίον σου.
Πόσον ταχέως εξέκλινας προς τα πάθη και συνομίλησες με αυτά εν τη σκοτώσει του νοός! Και ταύτα ενθυμούμενος, μετανόησον και μέμψου τον εαυτόν σου! Κατανόησον, ότι ταύτα πάντα ή Θεία Πρόνοια επάγει εις ημάς δια να ταπεινωθώμεν.
Διότι ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης λέγει• «Εάν ό άνθρωπος δεν εγκαταλειφθεί και δεν νικηθεί και δεν κυριευθεί και δεν καταδουλωθεί υπό παντός πάθους, νικώμενος κατά τον λογισμό και κατά το πνεύμα και μη εύρίσκων βοήθεια ούτε εκ των έργων, ή εκ του Θεού, ή εκ τίνος άλλου δια παντός, ώστε παρ' ολίγον λοιπόν να έλθει εις απελπισία, καταδυναστευόμενος κατά πάντα, δεν δύναται να συντριβή και να έχει τον εαυτόν του υποκάτω πάντων και έσχατον δούλον πάντων και χειρότερο ακόμη των ιδίων των δαιμόνων, ως όλοτελώς ύπ' αυτών τυραννούμενος και νικώμενος. Και αυτή είναι ή της προνοίας οικονομική και παιδευτική ταπείνωσης.
Δι' αυτής δίδεται παρά του Θεού ή δευτέρα και υψηλή, ήτις είναι θεία δύναμις, ή ενεργούσα και επιτελούσα τα πάντα. Δι' αυτής βλέπει τον εαυτόν του πάντοτε ως όργανον ταύτης και δι' αυτής εργάζεται τα θαυμάσια του Θεού». Πρόσεχε δε τούτο μετά φόβου• εάν δεν ταπείνωσης το φρόνημα σου, ή Χάρις θα σε εγκατάλειψη, και θα πέσεις τελείως εις εκείνα τα πράγματα, εις τα οποία πειράζεσαι τώρα μόνο με τους λογισμούς. Διότι το να σταθείς εν αρετές δεν είναι δικό σου κατόρθωμα, αλλά ή Χάρις είναι εκείνη, ή οποία σε βαστάζει επί της παλάμης των χειρών της και σε φυλάσσει από πάντα τα εναντία. Πρέπει όμως να προσέχουμε ακριβώς να μη δημιουργηθεί διόλου εκ μέρους ημών αιτία να ενδυναμωθούν εναντίον ημών οι πονηροί λογισμοί, επειδή δεν βαδίζομε ορθώς την οδόν του Θεού, αλλά κατά τρόπον διεφθαρμένο και απρόσεκτο.
Πρέπει λοιπόν κατά δύναμιν να διάγει πολιτεία σύμφωνων προς πάσας τας Θείας Γραφάς εν κεφαλαίο με πολλή προθυμία και σπουδή και πάντα να πράττει με ευσέβεια και ταπείνωση εκείνος, όστις θέλει να παραδοθεί , εις την αγάπη του Θεού και αληθώς να σωθεί, και χωρίς ακηδία και με επιμέλεια να επιτελή πάντοτε το έργον του Κυρίου.

ΛΟΓΟΣ Δ'

Περί του κεφαλαίου πάσης εργασίας εν τη πολιτεία ημών.
Το κεφάλαιο εν τη πολιτεία ημών είναι τούτο• να παραμένουμε πάντοτε και εν πάσι και εν παντί επιτηδεύματι με ψυχή και σώμα, με λόγο και έργο και διάνοια κατά δύναμη εν τω έργω του Θεού.
Διότι «όπως ζήσαμε πρώτον εν τω κοσμώ, εν τη ματαιότητα του, και κατά δουλωθήκαμε με όλο τον νου και τις αισθήσεις στην απάτη της αμαρτίας, —λέγει ο μακάριος Φιλόθεος—, ούτω πάλιν πρέπει προσελθόντες εις τον κατά Θεόν βίο να δουλεύσουμε με όλον τον νουν και τας αισθήσεις εις τον ζώντα και αληθινό Θεόν και εις την δικαιοσύνη και το θέλημα του Θεού» και να πράττομε τας αγίας εντολές Του, και να απέχουμε παντοιοτρόπως από πάντα τα μη αρεστά εις τον Θεό κατά την Γραφή, την λέγουσα «Προς πάσας τας εντολάς σου κατωρθούμην, πάσαν οδόν αδικίας εμίσησα».
Και εξ ύπνου ανάστατες πρέπει πρώτον μεν να δοξολογούμε τον Θεόν, έπειτα δε να εξομολογούμεθα σε αυτόν. Μετά ταύτα, ακολουθούν οι εξής: εργασία, προσευχή, ψαλμωδία, ανάγνωσης, εργόχειρο και οποιαδήποτε άλλη εργασία.
Πάντοτε δε πρέπει να έχω μεν τον νουν εν πολλή ευλάβεια και ελπίδι Θεού κρεμάμενο και πάντα οφείλομε να πράττωμεν προς ευαρέσκειά Του, και όχι δια την κενοδοξία, ούτε δια την ανθρωπαρέσκεια, γνωρίζοντας σαφώς, ότι πάντοτε είναι μεθ' ημών ό πανταχού παρών και τα πάντα πληρών.
Διότι «O φυτεύσας το ους ακούει πάντα, και ό πλάσας τον οφθαλμόν βλέπει πανταχού».
Και αν τύχη συνομιλία, πρέπει να επιτελούμε και ταύτα κατά Θεόν, φυλατούμενοι από γογγυσμό και κατάκριση και αργολογία και φιλονικία.
Επίσης και στην τροφή και πόσι: και ταύτα μετά φόβου Θεού.
Εν καιρώ ύπνου δε προ παντός πρέπει να διάγουμε ευλαβώς, έσωθεν νοερός, έξωθεν δε εις όλα τα μέλη καλώς συνεσταλμένοι. Διότι ό ολιγοχρόνιος ύπνος ούτος είναι τύπος του αιωνίου ύπνου, δηλαδή του θανάτου, και την επί της κοίτης κατάκλιση πρέπει να λογιζόμεθα ως κατάθεση στον τάφο.
Και εις πάντα ταύτα πρέπει να έχομεν τον Θεόν προ οφθαλμών, κατά το ρητό του Δαυίδ• «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ».
Όστις λοιπόν πράττει ούτος, είναι πάντοτε εν προσευχή.
Και αν κανείς έχει σώμα υγιές, πρέπει να το δαμάσει με νηστεία και αγρυπνία και έργα κοπιώδη. Εάν αρμόζει να επιτελούμε τας μετανοίας και το εργόχειρο με κόπο, ό λόγος είναι δια να δουλωθεί το σώμα εις την ψυχήν και να ελευθερωθεί Χάριτι Χριστού από τα πάθη.
Εάν όμως το σώμα είναι αδύνατον, οφείλομε να το τρέφουμε κατά την δύναμίν του. Πάντοτε πρέπει να μη αμελούμε την προσευχή, είτε υγιαίνοντας, είτε ασθενούντες, ακόμη και εις την αναγκαία χρείαν πρέπει ό νους κρυφίως να μελετά. Και με φόβον πρέπει να επιτελούμε και τούτο. Ή μεν σωματική εργασία ζητείται εκ μέρους των υγιών και ισχυρών κατά το σώμα αναλόγως με την δύναμίν ενός εκάστου• ή δε νοερά, δηλαδή το να τηρεί κανείς τον νουν εν ευλάβεια και eλπίδι Θεού και να παραμένει εν τη αγάπη Του, είναι κοινό χρέος πάντων, ακόμη και εν μεγάλη νόσο.
Ωσαύτως και προς τους πλησίον ημών οφείλομε να έχομεν αγάπη κατά την εντολή του Κυρίου. Και αν αυτοί ευρεθούν εγγύς ημών, πρέπει να δείξομε ταύτην με λόγον και έργον, εάν δυνάμεθα και να φυλάξομε και την αγάπη του Θεού. Αν όμως ευρίσκονται μακράν ημών, πρέπει με αγάπη νοερός να συνδεθούμε με εκείνους και να εκδιώξομε από τας καρδίας ημών πάσαν μνησικακία, την οποίαν έχομεν εναντίον των, και με ταπείνωση να υποτάξομε εις αυτούς την ψυχήν ημών και με την καλήν προαίρεσιν να είμεθα ευάρεστοι εις αυτούς . Όταν δε ό Κύριος ιδεί ότι είμεθα τοιούτοι, τότε θα συγχωρήσει και τα ημέτερα αμαρτήματα, και θα δεχθεί τας προσευχάς ημών ως δώρο καλόν και θα μας δώσει πλούσια τα ελέη Αυτού.

Αναπαράστασης των προηγουμένων και αφήγησης των μετά ταύτα Χάριτι Θεού είπωμεν εκ των Αγίων Γραφών εν ολίγοις περί της νοεράς εργασίας και περί των εν αύτη διαφορών των εναντίον ημών πολέμων του εχθρού και περί της πάλης ημών κατά τούτων.
Και ότι αρίστη πάλη είναι το να έχομεν την καρδίαν εις την προσευχή χωρίς λογισμούς. Και μίλησα λοιπόν περί της ενεργείας τούτων. Και εις ταύτα είχον την παρρησία επί μέρους να επισημάνομε κατά τας Αγίας Γραφάς, ποίας Χάριτος αξιώνονται οι εργάται τούτων, αν και είμαι ανάξιος ούτε καν να άπτομαι των τοιούτων. Και ακόμη είπωμεν με ποίον τρόπον να ενδυναμωτή ό κοπιών εις αυτά και πώς να διέλθει εν γένει τον βίον του ό επιδιδόμενος με σπουδή εις ταύτην την αρίστην και πρώτιστη πάλη της μεγάλης νίκης, τουτέστιν της ησυχίας του νοός και της αληθινής προσευχής.
Έπειτα, μετά ταύτα, Θεού συνετίζοντας, θα μιλήσομε και περί των λοιπών τρόπων της νίκης εις τους διαφόρους πολέμους.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Νείλου Σόρσκυ - Ασκητικά

Unread postby inanm7 » Wed Sep 29, 2021 3:07 pm

ΛΟΓΟΣ Ε'

Περί της διαφοράς της πάλης και της νίκης ημών κατά των οκτώ πρωταρχικών εμπαθών λογισμών και των λοιπών.
Οι διάφοροι τρόποι πάλης, με τους οποίους πρέπει να στήσουμε την νίκη κατά των πονηρών λογισμών αναλόγως με το μέτρον εκάστου αγωνιζομένου, λέγουν οι Πατέρες, είναι οι εξής: το να προσευχηθεί κανείς κατά των λογισμών και το να αντιλογήσει προς αυτούς, και το να εξουθένωση αυτούς και να αποδιώξει αυτούς. Και το μεν να εξουθένωση και να αποδιώξει αυτούς είναι των τελείων, αλλά και το να μιλήσει κανείς εναντίον των, και τούτο είναι των προκοψάντων. Των δε αρχαρίων και των αδυνάτων είναι το να προσευχηθούν εναντίον των και να επιφέρουν καλούς λογισμούς κατά των πονηρών, επειδή ό άγιος Ισαάκ διατάσσει• «με το σχήμα των αρετών εις τον νουν να υποκλέψουμε τα πάθη». Και ό Πέτρος ό Δαμασκηνός λέγει• «την αγαθή προσβολή των λογισμών να έχομεν εργασία τετελεσμένη». Και άλλοι Πατέρες είπον ούτος. Όθεν και ημείς όταν καταδυναστευώμεθα υπό των λογισμών και δεν δυνάμεθα να προσευχηθούμε εν ταπεινώσει και εσωτερική γαλήνη, πρέπει να προσευχηθούμε εναντίον των και να μεταβάλομε αυτούς εις ωφελίμους. Πώς δε να προσευχηθούμε και να τους μεταβάλομε εις ωφελίμους, και περί τούτου θα παραθέσουμε τας Αγίας Γραφάς. Διότι «οκτώ λογισμοί είναι περιεκτικοί, —είπον οί Πατέρες— και εξ αυτού γεννώνται και οι λοιποί πολλοί λογισμοί•
1. της γαστριμαργίας. 2. της πορνείας 3. της φιλαργυρίας 4. της οργής 5. της λύπης. 6. της ακηδίας. 7. της κενοδοξίας. 8. της υπερηφάνειας.
Και ως πρώτον πάντων έθεσε λοιπόν την γαστριμαργία. Και ημείς πρώτον θα ομιλήσουμε περί ταύτης, δια να μη παρέλθομε την τάξιν των σοφών ημείς οί άφρονες, άλλ' ακολουθούμε στους λόγους των αγίων Πατέρων πράττομε αυτό.

Ι) Πρώτος λογισμός ό της γαστριμαργίας.
Όταν μας ενοχλεί ό λογισμός της γαστριμαργίας, υπενθυμίζοντας διάφορα ευχάριστα και πολυτελή φαγητά, δια να φάγουμε εκτός ανάγκης και εν μη καιρώ και υπέρ μέτρον, τότε πρέπει προ πάντων να μνημονεύσουμε των υπό του Κυρίου ρηθέντων λόγων «Μη ποτέ βαρηθώσιν υμών αι καρδίαι εν αδηφαγία και μέθη». Και Αυτόν τον Κύριον παρακαλούντες και εις βοήθεια επικαλούμενοι, οφείλομε να συλλογισθούμε το υπό των Πατέρων λεχθέν, ότι «το πάθος τούτο είναι δια τους μοναχούς ρίζα παντός κάκου, μάλιστα δε της πορνείας». Και ε στην αρ¬χήν του βίου του ανθρωπίνου γένους έγινε απ' αυτό ή παράβαση του προπάτορος ημών και πρώτου ανθρώπου Αδάμ. Διότι ψαύσας την μη επιτετραμμένη βρώσιν, εξέπεσε του παραδείσου και επέφερε σε όλον το ανθρώπινο γένος τον θάνατον, καθώς είναι γεγραμμένο «ωραίος κατά την όψιν και καλός εις βρώσιν ήτο ό έμέ θανατώσας καρπός». Έκτοτε δε και μέχρι σήμερον πολλοί υποταχθέντες στην κοιλίαν έπεσον την μεγάλη πτώση όπως διηγείται ή Αγία Γραφή• «Μάθε δε, ότι ή ηδύτης και η ευωδιά των τροφών μετά από λίγο θα μεταβληθούν σε δυσωδία και κόπρο και δεν θα έχουν τίποτα το ωφέλιμο.» Λέγει ο αββας ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ.
Και αυτό κατενόησε μέμψου, τον εαυτό σου ότι επιθυμείς εκείνα τα οποία από ηδύτητα και ευωδιά ταχέως μεταβάλλονται εις ταύτην δυσωδία. Και ούτω νικήσαν τα πάθος μεταλαμβάνων τροφής εν μέτρο και εν καιρώ κατάλληλο.

α) Περί του μέτρου της τροφής.
Τοιούτον δε είναι το μέτρον της τροφής, είπον οι Πατέρες, όταν καθορίσει κανείς, πόσον τρώγει την ήμέραν, και αν καταλάβει ότι είναι πολύ και επιβαρύνει αυτόν, τότε ευθύς θα αφαίρεση απ' αυτό. Όταν όμως δη ότι είναι ολίγον και δεν δύναται με αυτό να διευθέτηση το σώμα του, τότε ευθύς θα πρόσθεση λίγο και ούτος, αφ' ου δοκίμασε καλώς, καθορίζει τόσο, όσον δύναται να στερεώσει την δύναμη του σώματος του, όχι δια την ηδονή, άλλα δια την χρείαν του, και ούτω προσλαμβάνει την τροφή, ευχάριστων τω Θεώ. Να κατακρίνει δε τον εαυ¬όν του, ότι είναι ανάξιος και αυτής της μικρής παρακλήσεως. Πάσαι δε οι φύσεις να περιληφθούν υπό ένα κανόνα είναι αδύνατον, διότι τα σώματα έχουν μεγάλην διαφορά ως προς την δύναμίν τους, όπως και ό χαλκός και ό σίδηρος διαφέρουν από το κηρίον. Εν κεφαλαίο το μεν μέτρον των αρχαρίων είναι να τελειώσουν ολίγον πεινώντας. όταν κανείς λαβή μέχρι κόρου, και τούτο είναι αναμάρτητο. όταν όμως χόρταση κανείς κάποτε ολίγον υπέρ το δέον, αυτός να μεμφθεί τον εαυτόν του. Και τοιουτοτρόπως εξ αιτίας των πτώσεων εγείρει την νίκη.

β) Περί του καιρόν της τροφής.
Περί του χρόνου της καθυστερήσεως του φαγητού είπον οί Πατέρες, ότι πρέπει να νηστεύει κανείς μέχρι της ενάτης ώρας. Αν θέληση κανείς να αφήσει περισσότερο χρόνο, αυτό είναι στην προαίρεσίν του. Εν κεφαλαίο όμως νομοθέτησαν ότι όταν κλίνη ή ήμερα και δύο ώρας αφ' ου ό ήλιος διήλθε την μεσημβρία, τότε είναι ή ενάτη ώρα κατά τον καιρόν της εαρινής και φθινοπωρινής ισημερίας. Επειδή κατά το θέρος και κατά τον χειμώνα εις τας βορείους χώρας ή ήμερα και ή νύχτα αυξάνονται και σμικρύνονται κατά πολλάς ώρας, όχι όπως στα μεσόγεια, — στην Παλαιστίνη ή στην Κωνσταντινούπολη—, δια τούτο πρέπει να ρυθμίζουμε την ώραν του φαγητού κατά τον καιρόν, όπως είναι πρέπον. Κατά τας μη νηστευσίμους ημέρας αρμόζει να συντομεύσομε την αναμονή της ώρας του φαγητού και, εάν χρειασθεί, εν καιρώ του δείπνου να γευθούμε λίγη τροφή.

γ) Περί διαφοράς των τροφών.
Περί δε της διαφοράς των τροφών πρέπει να γνωρίσωμεν ότι δέον από πάντα τα ευρισκόμενα ηδέα φαγητά να λαμβάνομαι λίγο. «Αύτη είναι ή διάκριση των φρονίμων—, λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης, —και δεν πρέπει τα μεν να εκλέξομε, τα δε να αποβάλλομαι, δια να ευχαριστείται και ό Θεός και να κατορθωθεί ή μη έπαρσης της ψυχής. Διότι τοιουτοτρόπως αποφεύγομε τον τύφο και δεν βδελυσσόμεθα τα αγαθά κτίσματα του Θεού. εις δε τους ασθενούντες κατά την πίστιν ή κατά την ψυχήν ή αποχή από τα εδέσματα είναι ωφέλιμος, επειδή δεν πιστεύουν —λέγει— ότι φυλάσσονται υπό του Θεού. εις τούτους ό Απόστολος κέλευσε να τρώγουν λάχανα». Εάν κανείς βλάπτεται από κάποιο φαγητό, είτε λόγω αρρώστιας τινός, είτε εξ αιτίας της φύσεως, δεν πρέπει να βιάση τον εαυτόν του στην μετάληψη τούτου, αλλά να λαβή ότι ωφελεί αυτόν, διότι ό Μέγας Βασίλειος λέγει, ότι «δεν αρμόζει με τις τροφές μεν να ενισχύομε το σώμα, με αυτές δε πάλιν να το πολεμούμε».

δ) Περί διαφοράς των σωμάτων.
Όστις έχει σώμα υγιές και ισχυρό, πρέπει να το κοπιάσει κατά το δυνατόν, δια να ελευθερωθεί από τα πάθη και Χάριτι Χριστού να δουλωθεί εις την ψυχήν. Όστις έχει σώμα αδύνατον και ασθενές, πρέπει ολίγον να το αναπαύσει, δια να μη εκπέσει μέχρι τέλους. Ό αθλητής πρέπει να βρίσκεται σε ένδεια, μη χορταζόμενος δίδει στο σώμα την χρείαν μόνο κατ' ολίγον, όσον το φαγητό, τόσο και στο ποτό. Μάλιστα 'δέ εν καιρώ σωματικού πολέμου του εχθρού οφείλομε να κάνουμε εγκράτεια. Διότι πολλοί, οι οποίοι δεν κράτησαν τής γαστρός, έπεσον εις πάθη ατιμίας και εις τον ανεκλάλητο βόθρο της ασέλγειας. εις δε τον εν τη ευταξία της εγκράτειας της κοιλίας τελούντα γίνεται ή είσοδος όλων των αρετών καθολικώς. Όθεν λέγει ό Μέγας Βασίλειος-«Εάν κρατήσεις της κοιλίας, θα εισέλθεις εις τον παράδεισο. Εάν όμως δεν κρατήσεις, έγινες κατανάλωμα του θανάτου. Όταν κανείς δια τον κόπο της οδοιπορίας ή λόγω άλλου τίνος βαρύτατου έργου συγκαταβή ολίγον προς το σώμα και πρόσθεση ολίγον προς την συνήθη χρείαν, αυτό δεν είναι επιμεμπτό και εις την τροφή και εις την πόσιν και εις πάσαν ανάπαυσιν, έφ' όσον πράξη τούτο με διάκρισιν κατά την δύναμίν του».

2) Δεύτερος λογισμός ό της πορνείας.

Μέγας είναι ό άγων ημών κατά του πνεύματος της πορνείας, και λίαν οξύς, διότι έχει διπλούν πόλεμο, εις την ψυχήν και εις το σώμα. Όθεν πρέπει πάντοτε να έχομε πολλή προθυμία εγρηγόρως και νηφάλιος να φυλάγουμε την καρδίαν ημών από πάντα λογισμό, μάλιστα δε κατά τας αγίας συνάξεις, όταν θέλομε να μεταλάβομε των ηγιασμένων Δώρων. Διότι τότε ο εχθρός ε¬πιδιώκει παντοιοτρόπως να μολύνει την συνείδηση ημών. Και όταν οι λογισμοί ούτοι μας προσβάλλουν, τότε πρέπει να έχομεν φόβον Θεού και να ενθυμηθούμε ότι τίποτε δεν δύναται να κρυφτεί από τον Θεόν, ακόμη και μέχρι του ψιλού διαλογισμού της καρδίας, και ότι πάντων του των δικαστής και εξεταστής είναι ό Κύριος. Πρέπει δε να μνημονεύσομε και της υποσχέσεως ημών, την όποια ομολογήσαμε ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων, ότι θα παραμείνουμε εν σωφροσύνη και αγνεία. Σωφροσύνη δε και αγνεία δεν είναι μόνον ο εξωτερικός βίος, άλλ' ό απόκρυφος της καρδίας άνθρωπος, όταν παραμένει καθαρός αφού τους ρυπαρούς λογισμούς. τούτο είναι πολύτιμο και προσφιλές στο Θεόν. «Ό δε εκ προαιρέσεως συνδυαζόμενος επί πολύ με τον λογισμό της πορνείας και μολύνω των εαυτόν του, αυτός πορνεύει εν τη καρδία του», είπον οί Πατέρες. Συμβαίνει δε ίσως και να προχωρήσει κανείς και στην πράξη, και όταν φθάσει στην πράξει, τότε πρέπει να εννοήσωμεν, ποία συμφορά μας αναμένει μετά την εκτέλεση του πράγματος, ότι περί ουδενός άλλου αμαρτήματος οί Πατέρες δεν μίλησαν όπως περί του αμαρτήματος τούτου. Διότι πτώση το ονόμασαν, επειδή καθιστά τον πεσόντα απαρρησίαστο και τον ωθεί στην απόγνωση. Ωφέλιμο είναι, νομίζω, εν καιρώ πολέμου της πορνείας να διαλογιστούμε εντός του εαυτού μας, εις ποίον σχήμα και ποια τάξιν ευρισκόμεθα, ότι περιπατούμε στο αγγελικό σχήμα, και πώς δυνάμεθα να καταπατήσουμε την συνείδηση ημών και να ονειδίσουμε τούτο το άγιον σχήμα με αυτό το βδέλυγμα. Ομοίως δε πρέπει να ενθυμηθούμε την αισχύνη και ντροπή εκ μέρους των ανθρώπων, δια να δυνηθούμε ίσως και με αυτό να απορρίψούμε τον άπρεπη λογισμό τούτον. Διότι εάν θα εβλεπόμεθα εις την ασελγεία ταύτην ύπο των ανθρώπων, δεν θα προετιμώμεν μάλλον να αποθάνωμεν παρά να ευρεθώμεν εις την αισχύνη ταύτην; Και ούτως είναι παντοιοτρόπως δυνατό με σπουδή να εκκόψη κανείς τον λογισμό τούτον. Δυνάμεθα δε να έχουμε πάντοτε ταύτην την μεγάλην και φοβερά νίκη εναντίων των, όταν προσευχώμεθα επιμελώς προς τον Θεό όπως διδάσκουν οί άγιοι Πατέρες. Ό μεν Μάξιμος ο Ομολογητής λαβών εκ των υπό του Δαυίδ λεχθέντων συμβουλεύει ούτι να προσευχώμεθα κατά των λογισμών της πορνείας- «Εκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσάν με, το αγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με από των κύκλωσα με». Ό δε Ιωάννης της Κλίμακος λέγει περί το «Ό Θεός εις την βοήθειά μου πρόσχες» και όμοια ταύτα . Παρουσιάζει ως μάρτυρα του ότι πρέπει να προσευχώμεθα κατά τούτων των λογισμών εκείνον, Όστις λέγε ταύτα. Είναι ανάγκη να επικαλώμεθα εις βοήθεια τους αθλήσαντας υπέρ σωφροσύνης και αγνείας, καθώς ή Δανιήλ ό Σκητεώτης παρήγγειλε εις τον υπό της πορνείας πολεμούμενον αδελφό να προσεύχηται και να επικαλείται την βοήθειά της μάρτυρος Θωμαΐδος, ήτις φονεύθη δια την σωφροσύνη της, και να λέγει ως εξής-«Ω Θεέ, δι' ευχών της μάρτυρος Θωμαΐδος βοήθει μοι!». Και ευθύς απηλλάγη από το πάθος της πορνείας, άφ' ου προσηυχήθη παρά τον τάφον της. Έχοντες τας μαρτυρίας ταύτας, πρέπει και ημείς ούτω να προσευχώμεθα και να επικαλώμεθα την βοήθειά εκείνων, τους οποίους ευρίσκομε εις τας Αγίας Γραφάς ως αθλήσαντας υπέρ σωφροσύνης και αγνείας. Όταν επίκειται σφοδρός πόλεμος, πρέπει ευθύς αναστάντες και επάραντες τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τον ούρανόν να προσευχηθώμεν, —όπως παραγγέλλει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης—, «και ό Θεός —λέγει— αποδιώκει αυτούς». Να προσευχηθεί δε κανείς ούτος, όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ• «Σύ είσαι ό δυνατός, Κύριε, και ιδικός σου είναι ό άγων. Σύ, Κύριε, πολέμησον και νίκησον εν αύτω υπέρ ημών». Και όπως ό Ιωάννης της Κλίμακος διδάσκει, λέγων «Βόησον προς τον δυνάμενον να σώσει, όχι με λόγους σεσοφισμένους, αλλά με ταπεινά λόγια ελέησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί! Και τότε θα γνωρίσεις την δύναμιν του Υψίστου και θα δίωξης τα αόρατα αοράτος». «Πάντοτε δε μάστιζε τους πολεμίους με το όνομα του Ιησού, διότι ισχυρότατο του όπλου τούτου δεν θα ευρείς ούτε εν τω ουρανό ούτε επί της γης». «Παρατηρεί δε ό δαίμων τους και¬ρούς δια τας επιθέσεις εναντίον ημών όταν δεν δυνάμεθα να προσευχώμεθα σωματικός κατ' αυτού, -λέγει ο ίδιος ο Κλίμακος και τότε μάλιστα μας πολεμάει». Πρόσεχε λοιπόν ακριβώς ω μοναχέ και μη αμελής να προσεύχεσαι πάντοτε εν καιρώ σφοδρού πολέμου των αισχρών λογισμών, καθ' ον τρόπον διετυπώσαμεν προηγουμένως. Ανύψωσαν τους οφθαλμούς σωματικός ή ψυχικώς, αναλόγως με το μέτρον της δυνάμεως σου. Και όταν γίνεις εργάτης τούτων των λεχθέντων, θα γνωρίσεις και εκ πείρας, ότι με την αόρατο βοήθειά της δυνάμεως του Υψίστου νικώνται ταύτα τελείως εκ της προαιρέσεως ημών. Εάν όμως οκνήσεις, θα καταισχυνθείς εν συνεχεία, διότι θα έχεις την συνείδησιν μεμολυσμένην, άφ' ου ενικήθης ύπ' αυτών. «Πρέπει δε να κατανοήσωμεν και ταύτην την πανουργία του διαβόλου, —είπον οί Πατέρες, —αν κάποτε συμβεί να εισαγάγει εις τον λογισμό ημών ενθυμήσεις εύμόρφων γυναικείων και νεανικών προσώπων — αν και πρόκειται περί τίνων ευσεβών και αν και δεν θεωρώνται εμπαθείς — πρέπει ταχέως να αποκόψωμεν αύτάς. Διότι εάν χρονίσωμεν εις αύτάς, ό πονηρός πλανευτής ευθύς θα μεταβολή και θα κατακρημνίσει τον λογισμό εις ρυπαράς και αισχράς επιθυμίας. Συμβαίνει δε ενίοτε και ημείς οί ίδιοι να πικραινώμεθα δια τους λογισμούς της πορνείας και διαλογιζόμενοι περί τούτων να περιφρονώμε τον εαυτόν μας, διότι επιθυμούμεν τα βδελυρά ταύτα, τα όποια «αρμόζουν μόνον εις τα αλόγα κτήνη», όπως λέγουν οί Πατέρες. Εάν συμβεί και εις τα παρά φύσιν, τούτο είναι ξένον και εις αυτά τα κτήνη, ημείς όμως πολεμούμεθα υπό αυτών. Άλλα προ πάντων εις τούτους τους λογισμούς πρέπει να φυλασσώμεθα ημείς οί αρχάριοι, να μη χρονίσομε κάπως εις αυτούς, έστω και νομιζοντες ότι παλαίομεν με αυτούς, για να μην βρεθούμε εργαζόμενοι το πάθος. Δια τούτο είναι πάντως καλύτερο να αποκόψωμεν τας προσβολάς, οι οποίες είναι ή αρχή του λογισμού. Διότι το να συμπλέκωνται με αυτούς και να κατατάσσουν τους λογισμούς τούτους κατά τρόπον ευάρεστων είναι έργον των δυνατών. Συ δε φυλάττου από τας συνομιλίας με τας γυναίκας και από την θέα των και φεύγε την συντυχία με τους νέους και την θέα γυναικοειδών και λείων προσώπων. Διότι «αυτή είναι ή παγίδα του διαβόλου εναντίον των μοναχών», είπον μερικοί εκ των Πατέρων. «Και ει δυνατόν να μη ευρισκόμεθα με αυτούς κατ' ιδίαν, —όπως λέγει ό Μέγας Βασίλειος—, ούτε εις τίνα αναγκαία χρείαν. Διότι ουδέν, —λέγει—, είναι αναγκαιότερο της ψυχής, όπερ της οποίας ό Χριστός απέθανε και ανέστη». Και μη θέλεις να ακούσεις παρά τίνος απρεπείς ομιλίας, οι οποίαι διεγείρουν τα πάθη.

3) Τρίτος λογισμός ό της φιλαργυρίας

«Ή δε νόσος της φιλαργυρίας προέρχεται έξωθεν της φύσεως ημών από ολιγοπιστία και άνοια», είπον οί Πατέρες. Διό και ό κατ' αυτής άγων δεν είναι πολύς δι' όσους προσέχουν τον εαυτόν των με φόβον Θεού και θέλουν αληθώς να σωθούν. Όταν αυτή όμως παγιωθεί εντός ημών, γίνεται χειρότερα πάντων. Και Όταν υποταχθώμεν εις αυτήν, οδηγεί εις τοσαύτη απώλεια, ώστε ό Απόστολος να την ονομάσει όχι μόνον ρίζαν παντός κακού, του θύμου και της λύπης και των λοιπών, αλλά να την χαρακτηρίζει και ως είδωλολατρείαν. Διότι πολλοί εξ αιτίας της φιλαργυρίας όχι μόνον έξέπεσον του βίου της ευσεβείας, άλλ' ασφαλών και περί την πίστιν και έπασχον κατά την ψυχήν και το σώμα, όπως διηγείται ή Αγία Γραφή. Ελέχθη δε υπό των Πατέρων, ότι ό συνάγων χρυσόν και άργυρο και έλπίζων έπ' αυτά δεν πιστεύει ότι υπάρχει Θεός μερίμνων περί αυτού. Και τούτο λέγει ή Αγία Γραφή• εάν κανείς κυριευθεί υπό υπερηφάνειας ή φιλαργυρίας, —υφ' ενός οιουδήποτε των παθών τούτων αυτόν ό δαίμων δεν θα πολεμήσει με άλλο πάθος, επειδή αυτό μόνον το ένα αρκεί δια την απώλεια του.
Δια τούτο πρέπει να φυλασσώμεθα από τούτο το ολέθριο και ψυχοφθόρο πάθος και να προσευχώμεθα προς Κύριον τον Θεόν, να δίωξη άφ' ημών το πνεύμα της φιλαργυρίας. Δεν πρέπει να απέχωμεν μόνον από την ιδιοκτησία χρυσού και αργύρου, αλλά και πάντων των πραγμάτων εκτός της αναγκαιας χρείας, και εις τα ιμάτια και εις τα υποδήματα και εις την οικοδομήν του κελιού και εις τα σκεύη και εις πάντα τα εργαλεία. Και πάντα ταύτα πρέπει να έχομεν όχι πολύτιμα και διακεκοσμημένα, άλλ' ευτελώς έχοντα και μη εμβάλλοντα ημάς εις ταραχάς, δια να μη εμπέσωμεν δια ταύτα εις κοσμικάς περιπλοκάς. Ή δε αληθινή απομάκρυνσης από την φιλαργυρίαν και την πραγματοφιλίαν είναι όχι μόνον το να μη έχομεν ιδιοκτησία, αλλά το ούτε καν να επιθυμώμεν να αποκτήσωμεν κάτι Τούτο οδηγεί ημάς εις την καθαρότητα της ψυχής.

4) Τέταρτος λογισμός ό του θυμού

Όταν το πνεύμα του θύμου βασανίσει ημάς, αναγκάζουν να κρατήσουμε την μνησικακία και παροξύνουν ημάς εις οργή να ανταποδώσομε το κακόν εις τον θλίψαντα, τότε πρέπει να ενθυμηθώμεν τον υπό του Κυρίου λεχθέντα λόγον «Εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφό αύτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα, και ό Πα¬τήρ μου ό επουράνιος ουκ αφήσει υμίν τα παραπτώματα υμών». Έκαστος λοιπόν όστις θέλει να λαβή άφεσιν των παραπτωμάτων του, οφείλει πρώτον να αφήσει από καρδίας εις τον αδελφό του. Διότι ούτος είναι διατεταγμένων υπό του Κυρίου να ζητούμε αφεσιν των οφειλημάτων: «ως και ημείς αφίεμεν».
Και εάν ημείς οί ίδιοι δεν αφήσομε, είναι φανερό ότι και εις ημάς δεν θα αφεθεί. Και πρέπει να εννοήσωμεν ότι Όταν πράξομε και κάτι κατά τα φαινόμενα καλόν, αλλά δεν αφήσομε τον θυμό, δεν είναι δεκτό. Διότι ελέχθη υπό των Πατέρων «Ό οργίλος καν νεκρούς αναστήσει, ή προσευχή του είναι απρόσδεκτος». Τούτο δε είπον οί Πατέρες, όχι επειδή ο οργίλος τάχα δύναται να αναστήσει νεκρό, άλλ' δήλωσαν ότι ή προσευχή τούτου είναι βδέλυγμα. Όθεν πρέπει παντί τρόπω να μη οργιζώμεθα, να μη κάμνομε κακόν εις τον αδελφό, όχι μόνον με το έργο και τον λόγο, αλλά και με το πρόσωπο, διότι δύναται κανείς και μόνον με το βλέμμα να λύπηση τον αδελφό του, όπως είπον οί Πατέρες, και τους λογισμούς του θυμού να εκβάλομε από την καρδίαν. Και αύτη είναι ή άφεσης από καρδίας, τούτο δε αποτελεί την μεγάλην νίκη κατά των λογισμών της οργής: το να προσευχώμεθα υπέρ του θλίψαντος αδελφού, όπως παρήγγειλε ό αββάς Δωρόθεος, και να λέγωμεν ούτω• «Βοήθησον, Κύριε, τω αδελφό μου δείνι, και δι' ευχών αυτού ελέησόν με τον αμαρτωλό!». Και αύτη είναι ή αγάπη και ή συμπάθεια, το να προσευχώμεθα δια τον αδελφό. Και το να έπικαλώμεθα την βοήθεια των ευχών του, τούτο είναι ταπείνωσης. Πρέπει δε κατά δύναμιν να κάμνομε εις αυτόν το καλόν. Και ούτως εκπληρώνονται αί έντολαί του Κυρίου, αί οποίαι λέγουν «Αγαπάτε τους εχθρούς ημών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμίν, ευ ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, εύχεσθε υπέρ των αδικούντων υμάς».
Τόσον δε μεγάλην ανταπόδοση υπεράνω των άλλων υπεσχέθη εις τούτους ο Κύριος, διότι δεν είπε μόνον, Βασιλείαν των ουρανών, ούτε παρηγοριά και δωρεάν τίνα, καθώς και εις τους λοιπούς, αλλά υιοθεσία, «όπως γένησθε —είπεν— υιοί του Πατρός υμών του εν ουρανοίς». Αυτός δε ό Κύριος και Θεός ημών Ιησούς Χριστός, Όστις νομοθέτησε την εντολή ταύτην και υπεσχέθη την μεγάλην ανταπόδοση ταύτην, έπραξε ότι δίδαξε και μας έδωσε το υπόδειγμα δια να γίνωμεν και ημείς κατά δύναμιν μιμείται εις ταύτα. Διότι πόσα κακά δεν υπέμεινε παρά των Ιουδαίων δι' ημάς τους αμαρτωλούς! Και όχι μόνον δεν ωργίσθη εναντίον των, αλλά και προσευχηθεί υπέρ αυτών εις τον Πατέρα, λέγων «Πάτερ, άφες αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Και πάντες οί Άγιοι, βαδίσαντες την όδον ταύτην, εύρον Χάριν, διότι όχι μόνον δεν ανταπέδωσαν το κακόν εις τους θλίψαντας, αλλά και εποίησαν εις αυτούς το καλόν και προσευχήθηκαν υπέρ αυτών και σκέπασαν τα ελαττώματα των, χαίροντες δια την διόρθωση των, άφ' ου ήλθον εις αίσθησιν των κακών των και νουθέτησαν αυτούς με αγάπη και συμπάθεια.

5) Πέμπτος λογισμός ό της λύπης.

Δεν είναι μικρός ο άγων ημών κατά του πνεύματος της θλίψεως, διότι εμβάλλει την ψυχήν εις απώλεια και απόγνωση. Και όταν ή θλίψις προξενηθή υπό των ανθρώπων, πρέπει να την υπομείνωμεν εύψυχος και να προσευχηθώμεν υπέρ των θλιψάντων, όπως και ανωτέρω ελέχθη, γνωρίζοντες σαφώς, ότι πάντα μας συμβαίνουν όχι χωρίς την Θείαν Πρόνοιαν, και πάντα μας στέλλει ό Θεός προς ωφελείαν και σωτηρία των ψυχών ημών. Αν και κατά τον παρόντα καιρόν δεν μας φαίνονται ωφέλιμα, άλλ' εν συνεχεία θα βεβαιωθεί, ότι ούτως είναι ωφέλιμα, όπως ο Θεός ορίζει, και όχι όπως ημείς θέλομε. Δια τούτο δεν πρέπει να παρασυρώμεθα από ανθρωπίνους λογισμούς, αλλά να πιστεύωμεν ολοψύχως ότι ό παντεπόπτης οφθαλμός του Θεού βλέπει τα πάντα και χωρίς το θέλημα Του δεν δύναται τίποτε να μας συμβεί, και ότι ένεκα του ελέους Του μας στέλλει ταύτα, δια να στεφανωθώμεν ύπ' Αυτού, άφ' ου επειράσθημεν εις αυτά και υπεμείναμεν, επειδή άνευ πειρασμών ουδείς εστεφανώθη ποτέ. Όθεν πρέπει δια πάντα ταύτα να αναπέμπομε ευχαριστία προς τον Κύριο ως αγαθοδότη και σωτήρα ημών. Διότι «το στόμα, το όποιον πάντοτε ευχαριστεί, δέχεται ευλογία παρά του Θεού, και εις την καρδίαν, ήτις ευχαριστεί, εμπίπτει ή Χάρις», λέγει ό άγιος Ισαάκ. Πρέπει λοιπόν να φυλασσώμεθα από τον γογγυσμό κατά των θλιψάντων, διότι αυτός ό ίδιος λέγει• «Πάσας τας ασθενείας του άνθρωπου βαστάζει ό Θεός• Τον δε πάντοτε γογγύζοντας δεν υπομένει, εάν δεν τον παίδευση». Πρέπει δε να έχομε θλίψιν την ωφέλιμο δια τας αμαρτίας μετά της δι' αγαθής ελπίδος προς τον Θεόν μετανοίας, γνωρίζοντες σαφώς, ότι δεν υπάρχει αμαρτία, ήτις νικά την φιλανθρωπία του Θεού, αλλά πάντα συγχωρεί εις τους μετανοούντος και προσευχομένους. Ή μεν θλίψις αυτή είναι ανάμικτος με χαράν και καθιστά τον άνθρωπον πρόθυμο προς πάν αγαθόν και καρτερικό εις πάντα πόνο.
«Ή γαρ κατά Θεόν λύπη —λέγει ό Απόστολος— μετάνοια εις σωτηρία αμεταμέλητων κατεργάζεται». Την δε εναντία λύπη, την παρά των δαιμόνων εις ημάς επιφερομένη, πρέπει με σπουδή να εκβάλουμε από την καρδίαν, καθώς και τα λοιπά πονηρά πάθη, και δια προσευχής και αναγνώσεως και συναναστροφής και συνομιλίας μετά πνευματικών ανθρώπων πρέπει να την καταργήσουμε, επειδή είναι αιτία παντός κακού. Διότι όταν χρονίσει εντός ημών, ενδύεται την απόγνωση και οκνηρία προς προσευχή και ανάγνωση.

6) Έκτος λογισμός ό της ακηδίας.

Όταν ή ακηδία δυναμωθεί κατά πολύ εναντίον ημών, τότε ή ψυχή επάγεται εις μέγαν αγώνα: δινών είναι τούτο το πνεύμα και βαρύτατο, συνεζευγμένο και συνεργό με το πνεύμα της λύπης. Εις τους εν ησυχία όντας επιφέρεται ούτος ό πόλεμος με σφοδρότητα. Όταν ταύτα τα σκληρά κύματα επαναστατούν κατά της ψυχής, εν εκείνη τη ώρα ό άνθρωπος νομίζει ότι δεν θα λυτρωθεί ουδέποτε απ' αυτά, άλλ' επιβάλλει ό εχθρός εις αυτόν τοιούτους λογισμούς, ότι σήμερον υπάρχει τόσον κακόν, και εν συνεχεία θα γίνει χειρότερο κατά τας εξής ημέρας. Και υποβάλλει εις αυτόν ότι είναι εγκαταλελειμμένος υπό του Θεού, και ότι Εκείνος δεν μεριμνά περί αυτού ή ότι αυτά συμβαίνουν τυχαίως χωρίς την Θεία Πρόνοια, και εις αυτόν μόνον γίνονται ταύτα, εις δε τους λοιπούς ούτε έγιναν, ούτε γίνονται. Άλλα δεν έχουν ούτω τα πράγματα δεν έχουν! Διότι όχι μόνον εις ημάς τους αμαρτωλούς, άλλα και εις τους απ' αιώνος ευαρεστήσαντας Αυτόν Αγίους Του προσφέρει ό Θεός, ως ό φιλότεκνος πατήρ εις τα παιδία του, εξ αγάπης την πνευματικήν ράβδο δια την προκοπή των αρετών. Ταχέως όμως ακολουθεί ή απαραίτητος απαλλαγή από τούτων και μετά ταύτα ή επίσκεψις και το έλεος του Θεού και ή παρηγοριά, διότι εν εκείνη τη δεινότατη ώρα ό άνθρωπος δεν λογίζεται ότι πρέπει να καρτερήσει εις τον αγώνα της καλής πολιτείας, άλλ' ό εχθρός του δεικνύει πάντα τα καλά ως βδελυρά. ούτω μετά την απαλλαγή από τούτων πάντα τα καλά του φαίνονται πάλιν αρεστά, και πάντα τα γενόμενα θλιβερά ότι ήσαν μηδέν. Και πάλιν ευρίσκεται πρόθυμος εις το αγαθόν, και θαυμάζει την αλλαγή προς την βελτίωση, και ουδαμώς δεν θέλει να αποχώρηση από την οδόν των αρετών, και εννοεί ότι από το έλεος Του ό Θεός του ετοιμάζει ταύτα προς ωφελείαν, και ότι από αγάπη προσφέρει τα τοιαύτα προς παιδαγώγηση. Και εξάπτεται εις θείον έρωτα, γνωρίζων σαφώς, ότι ό Κύριος είναι πιστός και ουδέποτε επιτρέπει εναντίον ημών πειρασμούς υπέρ την δύναμιν ημών. Ό δε εχθρός δεν δύναται ουδόλως να πράξη τίποτε εναντίον ημών χωρίς την θεία παραχώρηση. Διότι εκείνος δεν θλίβει την ψυχήν κατά το δικό του θέλημα, αλλά καθ' όσον παραχωρείται υπό του Θεού. Και κατανοήσας τούτο εκ της πείρας, σοφίζεται από τας προηγουμένας απαλλαγάς και υπομένει γενναίως την επιφοράν των δεινών τούτων, γνωρίζων ότι εν τούτω φανερώνεται ή αγάπη του μονάχου προς τον Θεόν, Όταν γενναίως υπομείνει ταύτα, και εκ τούτου έρχεται εις προκοπή. Διότι «τίποτε άλλο δεν προξενεί εις τον μοναχό τόσους στεφάνους, ως ή ακηδία, Όταν βιάση τον εαυτόν του άκαμπτος εις την θείαν εργασίαν», λέγει ό Ιωάννης της Κλίμακος. "Όταν όμως υπάρχει ούτος ό φοβε¬ρός πόλεμος, τότε πρέπει ισχυρώς να οπλιστεί κατά του πνεύματος της αχαριστίας και να φοβηθεί και την βλασφημίαν. Διότι με πάντα ταύτα πολεμεί ό εχθρός κατά τον καιρόν εκείνον, και τότε ό άνθρωπος πληρούται αμφιβολίας και φόβου. Και του εμβάλλει ό εχθρός τον λογισμό ότι δεν είναι δυνατόν αυτός να ελεηθεί υπό του Θεού και να λαβή συγχώρησιν των αμαρτιών του και να λυτρωθεί από την αίώνιον κόλασιν και να σωθεί. Και γίνεται επιδρομή άλλων τινών κακών λογισμών, τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παραδώσει κανείς εις την γραφή. Και είτε ανάγνωση, είτε εκτέλεση το διακόνημα, δεν τον αφήνουν. Τότε λοιπόν πρέπει να κρατήσομε ρωμαλέος τούτο: να μη παραμείνομε εις την απόγνωση και να μη αμελήσομε την προσευχή κατά δύναμιν. Καν εάν δύναται κανείς να πέσει κατά πρόσωπον εις την προσευχή, και αυτό είναι λίαν αρμόζον. Και να προσευχηθεί ούτος, όπως λέγει ό μέγας Βαρσανούφιος• «Κύριε, ίδε την θλίψιν μου και ελέησον με. Θεέ, βοήθησαν μοι το άμαρτωλώ». Και όπως ό άγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος παραγγέλλει• «Μη άφήσης εναντίον μου, Δέσποτα, πειρασμόν ή θλίψιν ή πόνο υπέρ την δύναμίν μου, άλλα χά¬ριζε μοι πάντοτε την έκβασιν και την ισχύν εις το να δύναμαι να υπομένω ταύτα μετ' ευχαριστίας». Ενίοτε δε πρέπει να επαίρωμεν τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και να εκτείνωμεν τας χείρας εις το ύψος και να προσευχώμεθα καθ' ον τρόπον ό μακάριος Γρηγόριος ό Σιναΐτης διέταξε να προσευχώμεθα κατά του πάθους τούτου. Διότι ταύτα τα δύο πάθη ονόμασε σκληρά, την πορνεία, λέ¬γω, και την ακηδία. Και ούτος αγωνιζόμενος, επιμελού όσο δυνατόν την ανάγνωση και βιάσου εις το ερχόχειρον, διότι ταύτα είναι μεγάλοι βοηθοί εις εκείνη την ανάγκην. Συμβαίνει δε ενίοτε και όταν καταγίνηται κανείς εις ταύτα, να μη εγκαταλειφθεί από εκείνα. Τότε χρειάζεται μεγάλη βία και πολλή ισχύς, και με όλη την δύναμη και με σπουδή να επιδοθεί κανείς εις την προσευχή. Κατά δε του πνεύματος της αχαριστίας και της βλασφημίας πρέπει να λέγει τούτο• «Υπάγε οπίσω μου σατανά. Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και Αύτω μόνω λατρεύσω, και πάντα τα οδυνηρά και θλιβερά δέχομαι μετ' ευχαριστίας ως ύπ' αυτού αποσταλέντα προς θεραπεία των παραπτωμάτων μου, καθώς είναι γεγραμμένο «οργή Κυρίου ύποίσω ότι ήμαρτον Αυτό». Επί σε δε να επιστρέψει ή αχαριστία και ή βλασφημία εις την κεφαλήν σου και προς σε έγραψε ό Κύ¬ριος ταύτα. «Ύπαγε λοιπόν απ' εμού, ό Θεός ό πλάσας με κατ' εικόνα και καθ' όμοίωσίν Του να σε εξουθενώσει!». Εάν όμως και μετά ταύτα ακόμη σε ενοχλήσει, μετάθεσε τους λογισμούς εις άλλο τι θείον ή ανθρώπινο πράγμα. «Υπομονή τε και ελπίδα πρέπει προ πάντων να έχει ή ψυχή, ήτις θέλει να ευαρεστήσει εις τον Θεόν, —όπως γράφει ό άγιος Μακάριος—, διότι τούτο είναι το τέχνασμα της κακίας του εχθρού, το να εμβάλει εις ημάς την ακηδία, δια να αποστατήσει ή ψυχή από την ελπίδα εις τον Θεόν. Διότι ουδέποτε παραχωρεί ό Θεός μία ψυχή ελπίζουσα εις Αυτόν να νικηθεί από τους πειρασμούς, επειδή γνωρίζει πασαν την ασθένεια ημών. Διότι αν εις τους ανθρώπους δεν είναι άγνωστο πόσον φορτίο δύνανται να βαστάζουν ό ημίονος, πόσον ό όνος και πόσον ή κάμηλος, και εις έκαστο επιθέτουν το δυνατόν, ούτος είναι και εις τον κεραμέα γνωστόν, πόσον χρόνον πρέπει να παραδώσει τα σκεύη εις το πυρ, ώστε ούτε να παραμείνουν πλέον του δέοντος, και να υποστούν ρήξιν, ούτε πάλιν να εξαχθούν προ της επαρκούς εψήσεως και να αχρηστευθούν. Και αν οι άνθρωποι έχουν τόση γνώσιν, δεν γνωρίζει ο Θείος Νους πολύ περισσότερο και αμέτρως περισσότερο, πόση δοκιμασία πρέπει να επιφέρει εις εκάστη ψυχή, δια να γίνει δόκιμος και κα¬άλληλος προς την Βασιλείαν των ουρανών και να αξιωθεί όχι μόνον της μελλούσης δόξης, άλλα και εδώ της παρακλήσεως του πανάγαθου Πνεύματος;» Ταύτα γνωρίζοντες πρέπει να υπομένωμεν ανδρείως, εντός των πυλών ησυχάζοντες. Συμβαίνει δε ενίοτε να έχει κανείς χρείαν ενός άνθρωπου ακριβέστατου κατά την πολιτεία και ωφελιμότατου κατά την ομιλία, όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος• «διότι πολλάκις, —λέγει—, την ακηδία την ενυπάρχουσαν εν τη ψυχή δύνανται ή εύκαιρος και ανεπίληπτος προς τους τοιούτους έξοδος και ή εν μετρώ συνομιλία να διαλύσουν. Και άφ' ου παράσχουν λίγη ενίσχυση και ανάπαυση, δίδουν την δυνατότητα να προσέλθομε προθυμότατα εις τους υπέρ της ευσέβειας αγώνας». Άλλα το να παραμείνομε τότε εις την ησυχία χωρίς έξοδο, είναι καλύτερον, λέγουν οι Πατέρες, εξ ιδίας πείρας κατανοήσαντες.

7) Έβδομος λογισμός ό της κενοδοξίας.

Πολλής νίψεως έχομεν ανάγκην κατά του πνεύματος της κενοδοξίας, επειδή κρυφίως και με πάμπολλα τεχνάσματα κλέπτει την προαίρεσιν ημών και καθίστα τον μοναχό άνευ προκοπής. Και με σπουδή επιβουλεύεται το έργον ημών, δια να μη γίνει κατά Θεόν, αλλά δια την κενοδοξία και ανθρωπαρέσκεια. Όθεν πρέπει εν παντί καιρώ να εξετάζομε τον εαυτόν μας ακριβώς κατά τας αισθήσεις και τους λογισμούς, δια να γίνει το έργον ημών κατά Θεον και προς ωφελείαν της ψυχής, και να αποφεύγομε εν πάσι τα ανθρώπινα, έχοντες πάντοτε προ οφθαλμών το υπό του αγίου Δαυίδ λεχθέν «Κύριος διασκόρπισεν οστά ανθρωπαρέσκων». Και ούτω πρέπει πάντοτε να απορρίπτει κανείς τους λογισμούς των επαινούντων αυτόν και των αναγκαζόντων αυτόν να πράξη κάτι προς ανθρωπαρέσκεια, και ολοψύχως πρέπει να στερεώσωμεν τον λογισμό δια να πράττωμεν τα πάντα κατά Θεόν. Διότι όταν κανείς έχει την προαίρεσιν βεβαίαν εις τον Θεόν και νικηθεί κάποτε εξ αδυναμίας ακουσίως υπό του λογισμού, άλλ' εξομολογηθεί προσευχόμενος εις τον Κύριον και μετάθεση τους λογισμούς από την κενοδοξία, αυτός ευθύς συγχωρείται και επαινείται ύπ' Εκείνου, Όστις γνωρίζει τας προθέσεις και τας καρδίας ημών. Τούτο δε πρέπει να πράξωμεν, αν ποτέ αρχίσωμεν να επινοήσωμεν κάτι προς κενοδοξίαν: Να ενθυμηθώμεν τον θρήνο και την κατά την ιδιαίτερα προσευχή έμφοβον παράσταση ημών, αν έχομεν ταύτα. Ει δε μη, ας λάβωμεν κατά νουν την σκέψη περί της εξόδου ημών από την ζωήν ταύτην και ως αντιλογήσωμεν παντοδαπώς εις την αναίσχυντων κενοδοξίαν. Εάν δεν δυνάμεθα να πράξωμεν ούτε κατά τούτον τον τρόπον, ας προσέχομε τουλάχιστον την αισχύνη, ήτις ακολουθεί την κενοδοξίαν. Διότι «ό υψών εαυτόν ταπεινωθήσετα' πάντως και εδώ προ του μέλλοντος αιώνος». ταύτα λέγει ο Ιωάννης της Κλίμακος. "Αν ποτέ κανείς αρχίσει να επαινεί ημάς ή όταν ό νους ημών υποστεί παρά των αοράτων εχθρών την προσβολή του λογισμού της κενοδοξίας, όστις μας αναδεικνύει άξιους του μεγαλείου της τιμής και του ύψους των θρόνων, επειδή είμεθα δήθεν ανώτεροι των άλλων, τότε πρέπει εν τη διάνοια ημών να μνημονεύσωμεν ταχέως του πλήθους και του βάρους των παραπτωμάτων ημών, ή ενός εκ των χειρότερων αυτών. Και κρατών αυτό εις την διάνοια, λέγε• άραγε οι τα τοιαύτα εργαζόμενοι είναι άξιοι των επαίνων τούτων; Και αμέσως ευρίσκομεν τους εαυτούς μας αναξίους εκείνων των ανθρωπίνων επαίνων, και οί δαιμονικοί λογισμοί εξαφανίζονται τροχάδην, «και δεν θα μας ενοχλήσουν πλέον με δύναμιν προς τούτο», λέγει. ό Νικήτας Στηθάτος. «Εάν όμως —λέγει— δεν έχεις καμία φαύλον πράξη εις την συνείδησίν σου, τότε λογίσου τουλάχιστον την τελειότητα των εντολών και θα εύρης τον εαυτόν σου ανεπαρκή, όπως μία κολυμβήθρα είναι μικρά δια να δεχθεί το μέγεθος της θαλάσσης». Και πάντοτε ούτω πράττοντες θα φυλαττώμεθα παντοιοτρόπως από την κενοδοξίαν. Εάν όμως δεν νήψωμεν, αλλά συνδυασθώμεν επί πολύ με τους λογισμούς της κενοδοξίας, ευθύς θα στερεωθούν και θα γεννήσουν την υπεροψία και την υπερηφάνειαν, ήτις είναι αρχή και τέλος πάντων των κακών.

8) Όγδοος λογισμός ό της υπερηφάνειας.

Και τι να λέγωμεν περί της υπεροψίας και υπερηφάνειας; Διότι αν και διαφέρουν τα ονόματα, άλλ' εις μίαν έννοια ανάγονται. Και έπαρσις και υψηλοκαρδία και φυσίωσις και ούτω καθεξής ονομάζεται υπό των Πατέρων. Πάντα ταύτα είναι αθλιότατα, διότι ή Γραφή λέγει• «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται» και «βδελυκτός παρά Κυρίω πας υψηλοκάρδιος» και ακάθαρτος ονομάζεται. Έφ' όσον λοιπόν έχει τον Θεόν εναντίον και είναι βδελυκτός εις Αυτόν και ακάθαρτος ενώπιον Του, πότε και εις τι και που ελπίζει ότι θα εύρει κάτι καλόν; Και υπό τίνος θα ελεηθεί; Και τίς θα τον καθαρίσει; Και το να ομιλήσει κανείς περί τούτων είναι οδυνηρό. Ό υπό τούτων νικώμενος είναι δια τον εαυτόν του και δαίμων και πολέμιος και πάντοτε έχει την απώλεια έτοιμη εντός του εαυτού του. Όθεν πρέπει να φοβώμεθα και να τρέμωμεν πάντοτε το πάθος της υπερηφάνειας και να φεύγωμεν αυτήν, λογιζόμενοι τούτο εντός ημών, ότι ουδέν καλόν δύναται να πραχθεί χωρίς την βοήθεια του Θεού. Άλλ' όταν εγκαταλειφθώμεν υπό του Θεού, τότε ταρασσόμεθα υπό του διαβόλου ως φύλλον ριπιζόμενον ή ως κόνις υπό του ανέμου αναστροβιλιζομένη και καταντώμεν εις εμπαιγμό) του εχθρού και εις κλαυθμό των ανθρώπων. Εννοήσαντες τούτο, διερχόμεθα τον βίον οπωσδήποτε εν ταπεινώσει. Αύτη δε είναι ή αρχή τούτου• το να έχομεν τον εαυτόν μας κάτωθεν πάντων των ανθρώπων, τουτέστιν το να νομίσωμεν τον εαυτόν μας αμαρτωλότερον και ευτελέστερον πάντων των ανθρώπων και αισχρότερο πάντων των κτισμάτων, ως εις τα παρά φύσιν όντα και χειρότερο αυτών των δαιμόνων, ως ύπ' αυτών βιαζόμενο και νικώμενον. Και πρέπει να πράττωμεν το εξής• πάντοτε να εκλέγωμεν μεταξύ των αδελφών την τελευταία θέση και εις τας τράπεζας και εις τας συνάξεις, και να φορώμεν τα ευτελέστερα Ιμάτια και να αγαπώμεν τας ατιμοτέρας εργασίας και να προλαμβάνωμεν τους αδελφούς κατά τας συναντήσεις με εδαφιαίαν και άοκνων προσκύνησιν, και να άγαπώμεν την σιωπή και να μη επαιρώμεθα εις τας ομιλίας, και να μη είμεθα φιλόνικοι εις τους λόγους, και να μη είμεθα αναίσχυντοι, ούτε φιλεπιδεικτικοί, και να μη θέλωμεν να επιβάλλομε τον δικό μας λόγον, και αν φανεί ότι είναι καλός. Διότι οί Πατέρες είπον, ότι εις τους αρχαρίους ό εσωτερικός άνθρωπος συμμορφώνεται προς τον εξωτερικό. «Όστις δεν φυλάσσεται έξωθεν, μη πιστεύεις ότι έσωθεν είναι εύτακτος», λέγει ό Μέγας Βασίλειος. Με ταύτα δε νικώνται ή κενοδοξία και αί υπερηφάνειαι και έρχεται ή ταπείνωσης: με το να μεμφώμεθα τον εαυτόν μας και να λέγωμεν, όπως έγραψε ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης• «Που γνωρίζω εγώ ακριβώς τας αμαρτίας των ανθρώπων, Ποίαι και πόσαι είναι; Εάν υπερβαίνουν άραγε ή αν συγκρίνονται με τας ιδικάς μου ανομίας; Και δια την άγνοια, ω ψυχή, είμαι κάτωθεν πάντων των ανθρώπων, ως γη και σποδός κάτωθεν των ποδών αυτών. Πώς δε να μη έχω τον εαυτόν μου αισχρότερο πάντων των κτισμάτων, τα όποια είναι εις το κατά φύσιν, ενώ εγώ δια τας αμέτρητους μου ανομίας κατήντησα εις το παρά φύσιν; Κατ' αλήθεια λοιπόν και τα θηρία και τα κτήνη είναι καθαρότερα εμού του αμαρτωλού. Και ένεκα τούτου είμαι κάτωθεν πάντων, ευρίσκομαι ωσάν προ του θανάτου καταχθεις εις τον Άδη. Τίς δε δεν γνωρίζει εν αισθήσει, ότι ό αμαρτωλός είναι και των δαιμόνων χειρότερος, ως δούλος και υπήκοος εκείνων, και εντεύθεν με εκείνους εις το σκότος της αβύσσου κλειόμενος; Κατ' αλήθεια χειρότερος των δαιμόνων είναι ό ύπ' αυτών καταδυναστευόμενος, και δια τούτο εκληρονόμησας με αυτούς την άβυσσο, ω αθλία ψυχή! Επί γης δε και προ του θανάτου ζεις εις τον Άδη και εις την άβυσσο, πώς ονομάζεις τον εαυτόν σου δίκαιον και πλανάσαι τον νουν, άφ' ου με τα κακά σου έργα κατέστησες τον εαυτόν σου αμαρτωλό και ρυπαρό ως δαίμονα; Φευ της παγίδος του σκανδάλου σου και της πλάνης σου, κακοδαιμόνιε, ακάθαρτε και παμμίαρε κύων, ό δια ταύτα εις το πυρ και εις το σκότος αποστελλόμενος!». Τούτο δε λέγεται περί της υπερηφάνειας των μοναχών: δια τους πολλούς κόπους και άθλους, τους οποίους κατώρθωσεν ό άνθρωπος, και δια τας κακώσεις, τας οποίας υπέμεινε δια την αρετή, προσβάλλει αυτόν ό λογισμός της υπερηφάνειας δια τον ευ¬λαβή βίον του. Άλλα το να καυχάται κανείς ότι έχει το όνομα του καλυτέρου μοναστηρίου λόγω της τοποθε¬σίας και του πλήθους των αδελφών, αυτό είναι της υπε¬ηφάνειας των κοσμικών, ειπον οι Πατέρες. Ή κατά την επικρατήσασα τώρα συνήθεια, λόγο της κτήσεως των γαιών και της προσκτήσεως πολλών κτημάτων και λόγω της επιτυχίας των παρά τοις επισήμοις του κόσμου. Και περί τούτων τι να είπωμεν; Υπάρχουν δε μερικοί, οί οποίοι επαίρονται χωρίς να έχουν κάτι, δηλαδή μόνον δια την καλλιφωνία της ψαλμωδίας ή δια την ευγλωττία εις την ψαλμωδία και εις την ομιλία και εις την ανάγνωση. Διότι ποίον έπαινο από τον Θεόν έχει ό άνθρωπος εις ταύτα, τα όποια δεν κατορθώνονται από την προαίρεσιν, άλλ' ονομάζονται ύπο των Πατέρων φυσικά; Έτεροι δε υπερηφανεύονται δια την τέχνη του εργόχειρου. Και τούτο είναι όμοιων με εκείνο. Υπάρχουν δε και τοιούτοι, οί οποίοι φυσιούνται αν κατάγηται κανείς από γονείς επιφανείς του κόσμου, ή αν έχει συγγενείς μεταξύ των προεχόντων εις την δόξα του κόσμου, ή αν ό ίδιος κατείχε κάποιον αξίωμα ή απελάμβανε τιμής εν τω κόσμο. Και ταύτα είναι άνοια. Διότι ταύτα πρέπει να αποκρύπτει κανείς. "όταν κανείς αποδεχθεί εν τη πολιτεία της άποταγής του δόξα και τιμήν παρά των ανθρώπων, αυτό είναι αισχύνη• δια ταύτα πρέπει μάλλον να εντραπεί κανείς παρά να καυχηθεί. "Όσοι λοιπόν δοξάζονται δια ταύτα, ή δόξα των είναι αισχύνη. "όταν όμως, όπως ελέχθη, δια τον ενάρετον βίον αναισχυντήση να μας προσβολή ό λογισμός της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας, και κατά του τοιούτου δεν υπάρχει νίκη ει μη μόνον με το να προσευχώμεθα εις τον Θεόν και να λέγωμεν «Κύριε και Δέσποτα και Θεέ μου, πνεύμα κενοδοξίας και υπερηφάνειας εκδίωξον απ' εμού, πνεύμα δε ταπεινώσεως δώρησαί μοι τω σώ δούλω!» Και να μεμφώμεθα τον εαυτόν μας, όπως εγράφη λοιπόν και ανωτέρω. Διότι ό της Κλίμακος, ωσάν εκ προσώπου της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας ομιλών, λέγει• «"όταν συχνάκις μέμφεσαι τον εαυτόν σου ενώπιον του Κυρίου, τότε λογίσου ημάς ως αράχνην». «Υπερηφάνεια δε είναι, —λέγει ό άγιος Ισαάκ—, όχι όταν εν τη διάνοια διέλθει ό ταύτης λογισμός, ούτε όταν νικηθεί κανείς ύπ' αυτής κατά καιρόν». Διότι δια μόνην την κίνησιν του ακουσίου λογισμού δεν τιμωρεί, ούτε κατακρίνει ο Θεός τον άνθρωπο, ούτε αν καθ' ώραν συμφωνήσωμεν με αυτόν, εάν κατ' εκείνη την ώραν κεντρίσωμεν το πάθος. Ό Κύριος ούτε καταλογίζει, ούτε μας ελέγχει δια την τοιαύτην αμέλεια, άλλα δι' εκείνο, το όποιον πράγματι δέχεται ή διάνοια ως υπόδειγμα και ωφελούν αυτήν και δεν εννοεί ότι αυτό βλάπτει αυτήν δεινώς. Μάλιστα δε όταν κανείς παραστήσει με λόγον και έργον το πάθος, αυτός κατακρίνεται. τούτο λέγουν οι Πατέρες και περί της κενοδοξίας και περί παντός πάθους.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Νείλου Σόρσκυ - Ασκητικά

Unread postby inanm7 » Wed Sep 29, 2021 3:08 pm

ΛΟΓΟΣ ΣΤ'

Περί όλων των λογισμών εν γένει.

«Εναντίον δε πάντων των κακών λογισμών πρέπει να επικαλώμεθα τον Θεόν εις βοήθειαν, επειδή δεν έχομε πάντοτε την δύναμιν να εναντιωθούμε εις τους πονηρούς λογισμούς», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ.
Αλλά και δεν υπάρχει άλλη τοιαύτη βοήθεια όπως ό Θεός.
Δια τούτο πρέπει ούτω να προσευχώμεθα επιμελώς προς τον Δεσπότην Χριστόν με στεναγμούς και δάκρυα, λέγει ό Νείλος ό Σιναΐτης• «Ελέησοοόν με Κύριε, και μη δώσεις να απολεσθώ! Ελέησόν με Κύριε, ότι είμαι ασθενής! Καταίσχυνον Κύριε, τον δαίμονα της αυτοπεποιθήσεως! Επισκίαζον την κεφαλήν μου εν ημέρα δαιμονικού πολέμου! Τον πολεμούντα με εχθρόν πολέμησαν, Κύριε! Τους κλυδωνίζοντας με λογισμούς καταπράυνον δια της γαλήνης σου, Λόγε του Θεού!».
Ό δε Θεόδωρος ό Στουδίτης, παραλαβών από τον Δαυίδ, διέταξε να προσευχώμεθα ούτω κατά των ακαθάρτων λογισμών «Δίκασον, Κύριε, τους αδικούντάς με και πολέμησαν τους πολεμούντάς με» και τα λοιπά του ψαλμού.
Και καθώς οί υμνογράφοι έγραψαν «Τον διεσκορπισμένον μου νουν συνάγαγε Κύριε και την χερσωθείσαν μου καρδίαν καθάρισον, ως τω Πέτρω δός μοι μετάνοιαν, ως τω τελώνη στεναγμόν, ως τη πόρνη δάκρυα, ίνα κραυγάζω σοι, βοήθει μοι, εκ των ρυπαρών λογισμών ρύσαι με, ότι ως κύματα θαλάσσης επανέστησαν έπ' εμέ αι ανομίαι μου, ως σκάφος εν πελάγει χειμάζομαι υπό των λογισμών μου• άλλ' εις εύδιον λιμένα οδήγησόν με, Κύριε, δια της μετανοίας και σώσόν με. Σφοδρώς γαρ θλίβομαι δια την ασθένειαν του νοός μου, ως μη θέλων πάσχω την ακούσιων προς την αλήθειαν αλλοίωσιν. Διό κράζω σοι, Θεαρχική Τριάς αγία, βοήθει μοι, εν τη στάσει των αγαθών κατάταξόν με!».
Λέγοντες ταύτα και τα εκ των Αγίων Γραφών όμοια προς ταύτα, τα εις έκαστο λογισμό επιτήδεια και εις έκαστο καιρό αναγκαία, επικαλούμεθα δι' όλους τον Θεόν εις βοήθειαν, και Εκείνος θα εξολοθρεύσει αυτούς. Εάν δε και τούτο είναι ενίοτε αρμόζον και εις ημάς τους αδυνάτους, όταν μας θλίβουν οι πονηροί λογισμοί, το να επιτημήσωμεν και να αντιλογήσωμεν εις αυτούς και να τους αποδιώξωμεν, και αυτό πρέπει να γίνει όχι απλώς και ως έτυχε, άλλ' επίσης με το όνομα του Θεού. Εκ των λόγων των Θείων Γραφών και κατά το παράδειγμα των αγίων Πατέρων λέγομε εις έκαστο λογισμό ούτος• «Έπιτιμήσαι σοι Κύριος!». Και πάλιν «Άπόστητε άπ' εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν και εκκλίνατε άπ' εμού, πονηρευόμενοι, όπως εξερευνήσω τάς εντολάς του Θεού μου».
Και κατά το παράδειγμα ενός Γέροντος, όστις έλεγε «Άπελθε, ελεεινέ, πρόσελθε, ηγαπημένε!». Καί ότε ήκουσε ταύτα ένας αδελφός και νόμισε ότι μίλησε με κάποιο και ρώτησε αυτόν «Μετά τίνος ομιλείς, Πάτερ;». Αυτός είπε• «Τους κακούς λογισμούς απεδίωξα και τους καλούς προσεκάλεσα».
Και εάν τούτο είναι ωφέλιμο και εις ημάς, ας λέγωμεν ταύτα και όμοια προς αυτά .

ΛΟΓΟΣ Ζ'

Περί της μνήμης του θανάτου και της φοβεράς κρίσεως, πως πρέπει να μελετώμαι περί τούτων, δια να αποκτήσωμεν τον λογισμό τούτον εν ταις καρδίαις ημών.

Λέγουν δε οι Πατέρες, ότι εις την εργασίαν ημών είναι λίαν αναγκαίων και ωφέλιμων να έχομεν παντοιοτρόπως την μνήμην του θανάτου και της φοβέρας κρίσεως. Και ό μεν Φιλόθεος ό Σιναΐτης καθορίζει εις την εργασίαν ταύτην τρόπον τινά κάποιαν τάξιν «διότι από την πρωίαν, —λέγει—, πρέπει να καταγινώμεθα εις την μνήμην του Θεού, τουτέστιν, εις την προσευχή και την φυλακήν της καρδίας μέχρι του καιρού του φαγητού.
Έπειτα δε, αφού ευχαριστήσομε τον Θεόν, πρέπει να μελετώμαι περί του θανάτου και της κρίσεως». Και όταν λοιπόν επιδιδώμεθα με σπουδή εις τούτο, πρέπει πλέον πάντων να έχομεν κατά νουν τον υπό του Κυρίου ρηθέντα λόγον «Ταύτη τη νυκτί οι άγγελοι την ψυχήν σου απαιτούσιν πό σου». Και είπεν ότι θα αποδώσομε λόγον περί παντός ρήματος αργού εν ημέρα κρίσεως, και ότι ο διαλογισμός της καρδίας κοινοί τον ανθρωπον. Πρέπει να μνημονεύσωμεν του ρητού των αγίων Αποστόλων, ότι «πάντων δε το τέλος ήγγικε» και «ήξει δε ή ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί»6. Πάντες θα παραστούμε ενώπιον του δικαστηρίου του Χριστού και ό Λόγος του Θεού δεν θα κρίνει μόνον τα έργα και τους λόγους, αλλά και τους διαλογισμούς της καρδίας.
Ό δε καθηγητής των Πατέρων Μέγας Αντώνιος λέγει• «Πρέπει να έχομεν πάντοτε εντός ημών την σκέψη ότι δεν θα διέλθωμεν όλη την ήμέραν ταύτην εν ταύτη τη ζωή».
Και ό Ιωάννης της Κλίμακας λέγει• «Μνημόνευε των εσχάτων σου, και εις τον αιώνα δεν θα αμαρτήσεις». Και αλλαχού λέγει ό ίδιος- «Ή μνήμη του θανάτου να είναι πάντοτε μετά σου».
Και ό Ισαάκ ό Σύρος λέγει• «Πάντοτε μνημόνευε εν τη καρδία σου, ω άνθρωπε, ότι θα απέλθεις».
Και πάντες οι Άγιοι όχι μόνον είχον την εργασίαν ταύτην, αλλά και ανακήρυξαν την μνήμην του θανάτου εξωτερικό όρο της φιλοσοφίας. Τι δε να πράξωμεν ημείς οι εμπαθείς και αδύνατοι; Πώς να μάθομε την εργασία ταύτην, δια να εδραιώσομε τούτον τον λογισμό έστω έπ' ολίγον εν τη καρδία ημών; Διότι «το να αποκτήσομε την μνήμην ταύτην εντός ημών κατά τρόπον τέλειον, είναι δωρεά του Θεού και Χάρις θαυμαστή», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ. Ό μετεωρισμός όμως του νοός ημών και ή συσκοτισθείσα λήθη δεν αφήνουν ημάς να παραμένομεν και να μελετώμεν εις αυτά. Διότι πολλάκις διαλογιζόμεθα ταύτα και συνομιλούμεν μετ' αλλήλων περί του θανάτου, εν τούτοις δεν δυνάμεθα να εμβαθύνωμεν και να εδραιώσομε τους λόγους τούτους εντός της καρδίας ημών. Αλλά δεν μικροψυχούμε δι' αυτό, ούτε παραιτούμεθα από την εργασία ταύτην, διότι με την βοήθειαν του Θεού, με τον κόπο και με τον χρόνον εισερχόμεθα εις αυτήν.
Και αν κανείς έχει προαίρεσιν, ας πράττει ούτω και ας ενθυμείται τα ανωτέρω γεγραμμένα λόγια, εννοιών πόσον αναγκαία και ωφέλιμος είναι ή εργασία αυτή. Διότι καθώς πασών των τροφών αναγκαιότερα είναι ό άρτος, ούτω και ή μνήμη του θανάτου είναι αναγκαιότερα των λοιπών αρετών. «Και όπως είναι αδύνατον εις τον πεινώντα να μη ενθυμείτε τον άρτον, ούτω και εις τον θέλοντα να σωθεί, να μη μνημονεύει του θανάτου», είπον οί Πατέρες.
Έπειτα ας συναγάγει τον νουν εις όσα είπον οι Άγιοι εις τα συγγράμματά των, περί των διαφόρων φοβερών θανάτων, όπως ό μακάριος Γρηγόριος ό Διάλογος και άλλοι πολλοί. Ωφέλιμων νομίζω και τούτο: Το να ενθυμώμεθα τους διαφόρους θανάτους, τους οποίους είδομεν και περί των οποίων ηκούσαμεν, οίτινες συνέβησαν εν ταις ημέρες ημών. Διότι πολλοί, όχι μόνον κοσμικοί, αλλά και μοναχοί, διήγον εν ευημερία και ηγάπων την ζωήν του κόσμου τούτου και είχον την ελπίδα των εις την μακρότητα των ημερών των, και δεν είχον φθάσει εις το γήρας, άλλ' αιφνιδίως θερίσθησαν υπό του θανάτου.
Τινές εξ αυτών δεν ηδυνήθησαν κατά την ώραν εκείνη ούτε να αποχαιρετίσουν κανένα, άλλ' ούτος απλώς ιστάμενοι ή καθήμενοι αφηρπάσθησαν.
Και έτεροι εξέπνευσαν τρώγοντες και πίνοντες.
Άλλοι έξαφνα απέθαναν πορευόμενοι εν όδώ.
Έτεροι κατέκλιναν επί της κλίνης, νομίζοντας ότι θα ανέπαυαν το σώμα με τον ολίγον και πρόσκαιρο ύπνο τούτον, και ούτος εκοιμήθησαν τον αιώνιο ύπνο.
Τινές δε εξ αυτών είχον να υπομείνουν κατά την τελευταία ώραν εκείνη φοβέρας εξετάσεις και φρικτούς τρόμους και δεινούς εκφοβισμούς, καθώς γνωρίζομε. Των οποίων και μόνον αι υπομνήσεις δύνανται ουκ ολίγον να μας φοβερίσουν.
Και φέροντες πάντα ταύτα εις την μνήμην, διαλογιζόμεθα• Που είναι οι φίλοι και οι γνωστοί ημών; Και Τι κέρδισαν εκ τούτου, αν κανείς εξ αυτών ήτο έντιμος και ένδοξος και άρχων εν τω κοσμώ τούτω, ή αν είχε πλούτο ή πολλή σωματική τρυφή; Δεν μετεβλήθησαν αυτά εις φθορά και δυσωδία και κονιορτό; Και ας ενθυμηθώμεν τους υμνογράφους, οίτινες λέγουν περί τούτων «Ποία του βίου τρυφή διαμένει λύπης αμέτοχος; Ή ποία δόξα έστηκε επί γης αμετάθετος; Αλλά πάντα σκιάς ασθενέστερα και ονείρου απατηλότερα, μία ροπή και ταύτα πάντα θάνατος διαδέχεται. Εν αληθεία λοιπόν, πάσα ματαιότης εν τω βίω τούτω, όσα έχομεν, δεν θα παραμείνουν μεθ' ημών μετά τον θάνατον, διότι δεν θα μεταβεί εκεί ό πλούτος του βίου τούτου, ούτε θα συνοδεύσει ημάς ή δόξα του αιώνος τούτου, αλλ' επελθών ό θάνατος θα αφανίσει πάντα ταύτα».
Και ούτω κατανοήσαντες την ματαιότητα του αιώνος τούτου, Τι ταρασσόμεθα ματαίως ασχολούμενοι περί τα βιοτικά; Διότι ή οδός, επί της οποίας τρέχομε, είναι βραχεία. Καπνός είναι ό βίος ούτος, ατμός, κονιορτός και σποδός.
Έπ' ολίγον εμφανίζεται και ταχέως αφανίζεται «και είναι ευτελέστερος μιας οδοιπορίας», όπως λέγει ο Ιωάννης ό Χρυσόστομος. Διότι ο βαδίζων την οδόν οδοιπόρος, όταν θελήσει να πορευθεί εις τίνα χώραν, πορεύεται. Και όπου δεν θέλει, δεν πορεύεται. Ότε δε κατοικεί εν τω ξενοδοχείο, γνωρίζει πότε έφθασε και πότε θέλει να αναχωρήσει: εάν έφθασε την εσπέρα, θα αναχωρήσει το πρωί. Έχει δε και την εξουσίαν να βραδύνει περισσότερο εν τω ξενοδοχείο. Ημείς όμως και θέλοντες και μη θέλοντες, εξερχόμεθα του βίου τούτου. Και δεν γνωρίζομε, πότε θα εξέλθωμεν, ούτε έχομεν την εξουσίαν, εάν θελήσωμεν να παραμείνομε ακόμη εδώ, αλλ' αιφνιδίως θα επέλθει το κατ' αλήθειαν φοβερό μυστήριον του θανάτου και ή ψυχή θα χωρισθεί βιαίως από το σώμα, θα αφαιρεθεί από τους αρμούς και τας συνθέσεις του φυσικού συνδέσμου δια του θελήματος του Θεού. Και Τι θα πράξωμεν τότε, αν προ της ώρας εκείνης δεν θα έχομεν ούτε φροντίσει, ούτε μελετήσει περί τούτων και ευρεθώμεν τότε ανέτοιμοι;
Εν εκείνη τη ώρα θα εννοήσωμεν με πικρία, ποίον αγώνα έχει ή ψυχή όταν χωρισθεί από το σώμα. Ουαί, πόσον θα θλιβεί τότε και δεν θα υπάρξει κανείς να την ελεήσει!
Προς τους Αγγέλους θα υψώσει τους οφθαλμούς, άπρακτος θα προσευχηθεί.
Προς τους ανθρώπους θα εκτείνει τας χείρας και δεν θα έχει κανένα να την βοηθήσει, μόνον τα συν Θεώ καλά έργα.
Όθεν εννοούντες το βραχύ της ζωής ημών, ας φροντίσομε περί της ώρας εκείνης του θανάτου, μη επιδιδόμενοι εις τους θορύβους του κόσμου τούτου και εις μέριμνας ανωφελείς• Διότι «μάτην ταράσσεται πας γηγενής», όπως-λέγει ή Γραφή.
Διότι αν και κερδίσομε όλον τον κόσμον, θα κατοικήσομε εν τω τάφω, μηδέν αποκομίσαντες εκ του κόσμου τούτου, ούτε κάλλος, ούτε δόξα, ούτε εξουσίαν, ούτε τιμήν, ούτε οιανδήποτε άλλην τρυφή του βίου.
Ιδού λοιπόν, ας βλέψωμεν εις τους τάφους και ας δούμε το κτιστό ημών κάλλος άσχημο και άδοξων, μη έχον είδος. Και βλέποντες λοιπόν τα γεγυμνωμένα οστά, ας είπωμεν προς τον εαυτόν μας•
Τις είναι βασιλεύς ή πτωχός, ένδοξος ή άδοξος;
Που είναι το κάλλος και ή τρυφή του κόσμου τούτου;
Δεν είναι πάντα ασχημοσύνη και δυσωδία;
Και ιδού, τα πολύτιμα και περιπόθητα του κόσμου τούτου περιήλθαν όλος δι' όλου εις αχρηστία και εξέπεσαν ως άνθος μαρανθέν.
Και όπως ή σκιά παρέρχεται, ούτω θα καταργηθεί πάν το ανθρώπινο. Και ας θαυμάσωμεν ταύτα, λέγοντες προς τον εαυτόν μας περί του θαύματος τούτου• Τι είναι τούτο το περί ημάς τελούμενο μυστήριον; Πώς παρεδόθημεν εις την φθοράν; Πώς συνεζεύχθημεν με τον θάνατον;
Όντως με την διαταγή του Θεού, όπως γράφει ό υμνογράφος•
«Δια την παράβασιν της εντολής εγένετο εις τον Αδάμ ή πάλαι εν Εδέμ γεύσης του ξύλου νόσος θανάσιμος, ότε ο όφις εξήμεσε τον ιόν. Δια τούτο λοιπόν εισήλθε ο θάνατος, παγγενή καταναλίσκον τον άνθρωπον. Άλλ' ό Δεσπότης, όστις δια βάθους της αρρήτου σοφίας Του έδωσε εις ημάς όρους ζωής και προέβλεψε τον θάνατον, ήλθε, κατέβαλε τον όφιν, χάρισε εις ημάς την ανάσταση και μετοικίζει τους δούλους Του εις την άλλην ζωήν».
Και ούτως ας λάβωμεν κατά νουν την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου και την έγερσιν ημών και την φοβεράν κρίσιν, παραθέτοντες αυτά τα ευαγγελικά λόγια του Κυρίου, τα οποία έγραψε ο θεόφθογγος Ματθαίος• «Και μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων, —γράφει—, ο ήλιος συσκοτισθήσεται και ή σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής και οι αστέρες πεσούνται από του ουρανού και αι δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται. Και τότε φανήσεται το σημείον του Υιού του ανθρώπου εν το ουρανώ και τότε κόψονται πάσαι αι φυλαί της γης και όψονται τον Υιόν του ανθρώπου ερχόμενων επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής.
Και αποστέλλει τους Αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης και επισυνάξουσιν τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων απ' ακρών ουρανών έως ακρών αυτών».
Ό δε ηγαπημένος μαθητής του Κυρίου Ιωάννης, ούτος έγραψε τους λόγους αυτού• «Έρχεται ώρα, εν ή πάντες οι εν τοις μνημείοις νεκροί ακούσονται της φωνής του Υιού του Θεού και οι ακούοντες ζήσονται. Και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασην ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασην κρίσεως». Και πάλιν ό Ματθαίος• «όταν δε έλθει ό Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι Άγγελοι μετ' αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη και αφοριεί αυτούς άπ' αλλήλων, ώσπερ ό ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων. Τότε αίρει ό βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού, Δεύτε οί ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου.. Τοις δε εξ ευωνύμων αυτού αίρει• 'Πορεύεσθε άπ' εμού οί κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω Και τοις άγγέλοις αυτού...' Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οί δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον».
Και Τι αδελφοί, θα είναι χειρότερο και χαλεπώτερο από την φοβερά και φρικτή απολογία εκείνη και από το θέαμα εκείνο, όταν θα ίδωμεν όλους τους αμαρτήσαντες και μη μετανοήσαντες υπό της δικαίας κρίσεως του Θεού εις τας αιωνίους κολάσεις αποπεμπόμενους και φρίττοντας δεινώς και κράζοντας και άπρακτος κλαίοντας; Πώς να μη κλαύσωμεν και να μη θρηνήσομε, όταν λάβωμεν κατά νουν τας φοβέρας και φρικτάς κολάσεις εκείνας, τας οποίας αναφέρει ή Γραφή το αιώνιον πυρ, το σκότος το εξώτερον, την βαθείαν άβυσσο, τον δεινόν ακοίμητων σκώληκα, τον βρυγμό των οδόντων και πάσας τας λοιπάς βασάνους, αι οποίαι θα αναμένουν τους πολλά αμαρτήσαντες και κακώς εξοργίσαντας τον πανάγαθο Θεόν με την πονηρά αυτών διαγωγή, «ων πρώτος ειμί εγώ» ό άθλιος; Ποίον φόβον λοιπόν, ω αδελφοί, θα έχομεν τότε, όταν θα στηθούν οι θρόνοι και θα ανοιχθούν τα βιβλία και ο Θεός θα καθίσει προς κρίσιν και όταν και αυτοί οι Άγγελοι θα παρίστανται εν τρόμω; Και Τι θα πράξωμεν τότε ημείς οι εν πολλαίς αμαρτίαις ένοχοι άνθρωποι, όταν ακούσωμεν Αυτόν όπως καλεί μεν τους ευλογημένους του Πατρός εις την Βασιλείαν, αποπέμπει δε τους αμαρτωλούς εις την κόλασιν και αφορίζει αυτούς από τους εκλεκτούς; Και τίνα αποκριθώμεν ή να απολογηθώμεν λοιπόν τότε, όταν πάντα τα έργα ημών θα παρασταθούν προς έλεγχο ημών και όταν θα φανερωθούν όλα τα κρυπτά ημών, τα οποία ημαρτήσαμεν εν ημέρα και νυκτί, εν λόγω και έργω και διάνοια; Και ποια αισχύνη θα μας καταλάβει τότε, επειδή κανείς δεν θα δυνηθεί να απαρνηθεί τας αμαρτίας του, διότι ή αλήθεια θα ελέγξει και φόβος μέγιστος θα κατάσχει τον ανθρωπον! Εν χαρά και ευφροσύνη όμως θα εισέλθουν οι δίκαιοι εις τον ουράνιον νυμφώνα, λαμβάνοντες τον μισθό των αγαθών των έργων.

Και τις θα εκτραγωδήση, ω αδελφοί, τον φόβον εκείνον και τον τρόμο της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου και της φοβεράς εκείνης και αδέκαστου κρίσεως, ώστε κάποιος από τους Πατέρας να λέγει• «Εάν θα ήτο δυνατόν τότε να αποθάνει κανείς, όλος ό κόσμος θα απέθνησκεν από τον φόβον εκείνον. Δια τούτο ας φοβηθώμεν και ας φρίξωμεν και ας λάβωμεν ταύτα κατά νουν, έστω και αν ή καρδία δεν θελήσει, ας βιάσωμεν αυτήν να σκεφτεί ταύτα και ας είπωμεν προς την ψυχήν ημών «Οίμοι σκοτεινή ψυχή, σε προσήγγισεν ή από του σώματος έξοδος! Έως πότε δεν θα απαρνηθής τα κακά; Έως πότε θα αναπαύεσαι εις την ραθυμία; Τι δεν σκέπτεσαι την φοβεράν ώραν του θανάτου; Τι δεν τρέμεις το φοβερό βήμα του Σωτήρος; Τι αποκρίνεσαι λοιπόν ή πώς απολογείσαι• Διότι ιδού, τα έργα σου παρίστανται και σε ελέγχουν και κατηγορούν εναντίον σου.
Λοιπόν, ω ψυχή, έως ότου έχεις καιρόν, άφες τα αισχρά έργα, ανάλαβε βίον καλόν, δράμε, πρόλαβε και μετά πίστεως αναβόησον Ήμαρτον Κύριε, ήμαρτόν σοι κακώς. Αλλά γνωρίζω την ευσπλαχνία σου, Φιλάνθρωπε, δια τούτο προσπίπτω και δέομαι της αγαθοσύνης σου, ίνα έλθει έπ' εμέ το έλεός σου, Δέσποτα, ότι τεταραγμένη είναι ή ψυχή μου και τεθλιμμένη δια την έξοδό της εκ του αθλίου μου σώματος, μήπως ή βουλή του πονηρού εχθρού υπαντήσει και κρατήσει αυτήν εν τω σκότει δια τάς εν γνώσει και αγνοία κατά τον βίον τούτον πεπραγμένος αμαρτίας μου. Ίλεως γενού μοι, Δέσποτα και να μη ίδη ή ψυχή μου την σκοτεινή όψιν των πονηρών δαιμόνων, αλλά να παραλάβουν αυτήν οι υπέρλαμπροί σου Άγγελοι. Ως έχων την εξουσίαν της αφέσεως των αμαρτιών, «άνες μοι, ίνα αναψύξω», και ίνα μη ευρέθη ενώπιον σου ή αμαρτία μου, την οποίαν ήμαρτον δια την ασθένειαν της φύσεως ημών εν λόγω, έργω και διάνοια, εν γνώσει και αγνοία, ίνα ευρεθώ ενώπιον σου κατά την άαπέκδυσιν του σώματός μου άνευ ρύπου τινός επί της μορφής της ψυχής μου και όπως μη παραλαβή εμέ τον αμαρτωλών ή σκοτεινή χειρ του άρχοντος του κόσμου τούτου, ίνα με καταρρίψει εις βυθόν Άδου. Άλλα παράστηθί μοι και γενού μοι Σωτήρ και αντιλήπτωρ! Ελέησον Κύριε, την ρυπωθείσαν τοις πάθεσι του βίου τούτου ψυχήν μου και καθαράν αυτήν δια της μετανοίας και εξομολογήσεως παράλαβε και δια της δυνάμεώς σου ανάγαγέ με επί την θείαν σου κρίσιν! Και όταν έλθεις Θεέ, επί γης μετά δόξης και καθίσεις, Ελεήμον, επί του θρόνου σου να κρίνεις την δικαίαν σου κρίσιν και ημείς πάντες παραστώμεν γυμνοί ως κατάκοιτοι εν τη αδέκαστο κρίση σου, τότε θα αρχίσεις να εξετάζεις τα αμαρτήματα ημών, τα οποία ημάρτομεν εν λόγω και έργω και διάνοια. Τότε Πανάγαθε, μη ελέγξεις τα κρυπτά μου και μη καταισχύνης με ενώπιον Αγγέλων και ανθρώπων, αλλά φείσαι μου Θεέ, και Ελέησόν με! Διότι διαλογίζομαι το φοβερό σου κριτήριο Θεέ,και φρίττω την φοβεράν ημέραν της κρίσεως και τρέμω υπό της συνειδήσεως μου ελεγχόμενος και θλίβομαι δεινώς δια τας πονηράς μου πράξεις και απορώ πώς θα απολογηθώ ενώπιόν σου, του αθανάτου Βασιλέως, ως ούτω πικρώς παροργίσας σε.
Με ποια παρρησία θα προσβλέψω εις σε τον φοβερόν κριτήν εγώ ό αισχρός και πόρνος; Αλλά Κύριε, ό εν δόξη εύσπλαχνος, Πατήρ και Υιός μονογενής και Άγιον Πνεύμα, Ελέησόν με και ρύσαι με τότε του άσβεστου πυρός και αξίωσόν με της εκ δεξιών σου στάσεως, Κριτά δίκαιε!».

ΛΟΓΟΣ Η'

Περί δακρύων και τι πρέπει να πράξουν οι επιθυμούντες να αποκτήσουν αυτά.

Όταν ταύτα και όμοια προς ταύτα λέγοντες και διαλογιζόμενοι, εύρωμεν Χάριτι Θεού δια μέσου τούτων δάκρυα, τότε πρέπει να κλαύσωμεν με όση δύναμιν και ισχύν έχομεν. «Διότι με τον θρήνο, —είπον οι Πατέρες—, θα λυτρωθούμε από το αιώνιο πυρ και τας λοιπάς κολάσεις». Εάν όμως δεν δυνάμεθα να κλαύσωμεν επί πολύ, ας βιάσωμεν τον εαυτόν μας να εκβάλωμεν έστω ολίγας μικράς σταγόνας μετά πόνου. «Διότι πάντως κρίνεται υπό του καλού ημών Κριτού, —λέγει ό Κλίμακος—, όπως εις πάντα, ούτω και εις τα δάκρυα, ή δύναμις της φύσεως. Διότι είδον, —λέγει—, μικράς σταγόνας δίκη αίματος προχεομένας και είδον πηγάς άνευ πόνου προερχόμενος. Εγώ δε έκρινα τους κοπιώντας μάλλον κατά τον πόνο και όχι κατά τα δάκρυα, νομίζω δε και ο Θεός».
Όταν όμως ενίοτε δεν δυνάμεθα να εύρωμεν ούτε έστω ολίγον δάκρυο δια την αδυναμία και αμέλεια ημών ή δι' άλλας τινάς αιτίας, τότε δεν πρέπει να παύσουμε, ούτε να ολιγοψυχήσωμεν, αλλά να πενθήσωμεν και να στενάξωμεν και να θρηνήσωμεν και να λυπηθώμεν δια την αναζήτησιν ταύτην μετά χρηστής ελπίδος «διότι ή λύπη της διανοίας αναπληρώνει το μέτρον πάντων των σωματικών έργων», λέγει ό άγιος Ισαάκ.
Και πάλιν ό Κλίμακος είπεν «Εκείνοι, οι οποίοι διό την ζήτησιν των δακρύων ταλανίζουν και καταδικάζουν το εαυτόν των με σκυθρωπότητα των στεναγμών και βαθύν οδυρμό και απορία, αυτοί δύνανται να αναπληρώσουν ακινδύνως τον τόπον των δακρύων -ταύτα-, αν και αυτά θα θεωρηθούν ύπ' αυτών ως «μηδέν».
Συμβαίνει δε ενίοτε να μη υπάρχουν δάκρυα ω ασθενείας, -όπως λέγει ο άγιος Ισαάκ-, όχι μόνο εις τον ζητούντα αυτά, αλλά και εις τον ευρόντα και λαβόντα το δώρον των δακρύων παύουν ταύτα και ή θέρμη ψυχραίνεται δια σωματική ασθένεια».
Και ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος, ομιλών περί των δακρύων και διδάσκων ότι πρέπει πάντοτε να κλαίωμεν, λέγει• «αν και τούτο δια τίνα άρρητον οικονομία ή ενόχλησιν αιτίας τινός συμβαίνει εις τίνα σπανίως». Και πάλιν λαβών από τας Γραφάς, δίδαξε ούτω, —και εκτός τούτων ό Δαυίδ είπε• «Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ό Θεός ουκ εξουδενώσει». Και πρεπόντως είπεν. Όθεν οφείλομεν με πνεύμα και καρδίαν συντετριμμένα και τεταπεινωμένα να θλιβώμεθα εις τον νουν και να λυπώμεθα και να ζητώμεν τα δάκρυα.
Αν λοιπόν αληθώς θελήσωμεν να ζητήσωμεν ταύτα, πρέπει κατά τον τρόπον εκείνον, τον οποίον διατάσσει ή Αγία Γραφή. Προ πάντων ο Συμεών ό Νέος Θεολόγος γράφει περί τούτων λεπτομερώς και υπενθυμίζει τα ρητά του Δαυίδ και παραθέτων το απόσπασμα από το ανάγνωσμα του Κλίμακος δια την Τετάρτην, το οποίον έχει ούτω• «Δίψα και αγρυπνία εξέθλιψαν καρδίαν, καρδίας δε θλιβείσης, εξεπήδησαν ύδατα», λέγει• «Όστις θέλει να μάθει όσα άλλα μας διαλέγεται περί τούτων, ας εγκύψει εις το ίδιο το βιβλίο». Άλλα πρέπει να θλίψωμεν το σώμα μόνον όταν δεν καταπονείται ή του σώματος, επειδή τότε δεν είναι ωφέλιμων να πολεμήσωμεν την φύσιν, «διότι όταν βιάσης σώμα ασθενές εις έργον υπέρ την δύναμίν του, τότε επιφέρεις σκότωσιν επί σκότωσειν στην ψυχήν και επιβάλλεις εις αυτήν μάλον σύγχυσιν», λέγει Όστις άγιος Ισαάκ και οι λοιποί Πατέρες συμφωνούν προς αυτό. Τούτο δε ελέχθη υπό των Πατέρων περί της αληθούς ασθενείας, όχι περί της προσποιητής, ήτις είναι ασθένεια του λογισμού.
Εις δε τα λοιπά καλόν είναι να βιάσωμεν τον εαυτόν μας, όπως λέγει ό άγιος Συμεών. Διότι αυτός έγραψε και αλλά περί τούτων, λέγων «Όταν ή ψυχή ημών ευρέθη εν τοιαύτη κατάσταση, δεν θα παρέλθει ουδέποτε χωρίς δάκρυα». Ημείς δε αν δεν δυνάμεθα να αναγάγωμεν τον εαυτόν μας εις τοιαύτα μέτρα, ας σπουδάσωμεν να φθάσωμεν εκείνα έστω εν μικρό μέρει και ας ζητήσωμεν ταύτα μετά πόνου καρδίας παρά Κυρίου του Θεού. Διότι οι άγιοι Πατέρες λέγουν, ότι ή Χάρις των δακρύων είναι ένα εκ των μεγάλων χαρισμάτων του Θεού και προστάσσουν να το ζητήσωμεν από τον Κύριον.
Ο μεν όσιος Νείλος ό Σιναΐτης λέγει• «Προ πάντων δια την λήψιν των δακρύων προσεύχου!».
Ο δε μακάριος Γρηγόριος Όστις αγιότατος πάπας 'Ρώμης γράφει• «Εάν τίνες παραμένουν εις τα καλά έργα και ηξιώθησαν των λοιπών χαρισμάτων, αλλά δεν έλαβον τα δάκρυα, αυτοί πρέπει να ζητήσουν ταύτα, δια να κλαύσουν τα πριν ύπ' αυτών πεπραγμένα κακά είτε δια τον φόβον της κρίσεως, είτε δια την αγάπη της Βασιλείας των ουρανών και ούτω λοιπόν θα εισέλθουν και ούτοι εκεί, όπου διαμένουν οι μεγάλοι και ζέοντες από την αγάπη».
Και αναφέρει την εξής παραβολή της Αγίας Γραφής• Η Ασχά, ή θυγάτηρ του Χάλεβ, καθήμενη επί του οναρίου και αναστενάξασα, ζήτησε από τον πατέρα της γη υδρευόμενη, λέγουσα ότι• «ξηράν μου έδωσας, πρόσθες εις έμέ και υδρευόμενη!». Και της έδωσε ό πατήρ της υδρευόμενη, ή οποία είναι άνω και υδρευόμενη, ή οποία είναι κάτω. Και ή μεν Ασχά συμβολίζει την ψυχήν καθήμενη επί του οναρίου, τουτέστιν επί των αλόγων σαρκικών κινήσεων. Το δε «αναστενάξασα εζήτησεν από τον πατέρα της γήν υδρευόμενη» σημαίνει ότι πρέπει να ζητήσωμεν την δωρεάν των δακρύων μετά μεγάλου στεναγμού παρά του Κτιστού ημών. Και οι λοιποί Άγιοι συμφωνούν προς τούτο.
Πώς όμως να ζητήσωμεν και να προσευχηθώμεν δια ταύτα; Και από που να βάλωμεν αρχήν, ει μη από τας Θείας Γραφάς; Διότι δεν είμεθα ικανοί από τον εαυτόν μας να επινοήσωμεν κάτι, άλλ' ή ικανότης ημών είναι αί θεόπνευστοι Γραφαί, όπως έγραψαν οί Άγιοι.

Του Ανδρέου Κρήτης. «Πόθεν να αρχίσω να θρηνώ τας πράξεις του εμπαθούς μου βίου; Ποίαν αρχήν να βάλω εις την παρούσα θρηνωδία; Άλλ' ως εύσπλαχνος δός μοι Κύριε δάκρυα κατανύξεως, ίνα κλαύσω σοι τω Ποιητή των απάντων και εξομολογήσωμαί σοι τω Κτίστη ημών Θεώ όσα ήμαρτόν σοι δια της αθλίας μου ψυχής και της ρυπαράς μου σαρκός, ίνα τη βοήθεια σου δυναμούμενος, απέχομε το λοιπόν της προτέρας μου αλογίας και προσάγω σοι της μετανοίας τα δάκρυα».

Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως. «Θεέ μου, Ποιητά παντός του κόσμου, πλαστουργέ μου, ό πάλαι πηγάσας υδάτων πηγάς εξ αλατομήτου πέτρας, ό τα πικρά ύδατα γλυκάνας, δός δάκρυα ταις κόραις των οφθαλμών μου. Πλήρωσαν την κεφαλήν μου καθαρτικών υδάτων και ποίησον τα βλέφαρα μου νεφέλας αειρρύτους. Διότι ή αιχμαλωσία του λογισμού και ό ρύπος της ψυχής χρήζουσι, Δέσποτα,του υσσώπου της φιλανθρωπίας σου. Τοις οφθαλμοίς δός καρδιακά ύδατα, τοις δάκρυσιν αέναους όμβρους ή πηγάς καθαρτικάς των ψυχών!».

Του Έφραίμ του Σύρου «Δώρησαι ούν, Δέσποτα, έμοί τω αναξίω δάκρυα αεί εις φωτισμόν της καρδίας, ίνα φωτισθείς την καρδίαν, βρύω πηγάς δακρύων μετά γλυκύτητος εν προσευχή καθαρά, όπως εξαλειφθεί το μέγα χειρόγραφο των αμαρτιών μου δι' ολίγων δακρύων καί σβεσθή εκεί δια του μικρού τούτου κλαυθμού το πυρ το καιόμενον»

Του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου• «Κύριε και Κτιστά των απάντων, Αυτός δός μοι χείρα βοηθείας και καθάρισαν τον ρύπον της ψυχής μου, και χάρισαί μοι δάκρυα μετανοίας, δάκρυα ερωτικά, δάκρυα σωτηρίας, δάκρυα καθαίροντα τον ζόφο του νοός μου και λαμπρόν με ποιούντα άνωθεν, όπως ιδώ σε, το Φως του κόσμου, τον φωτισμών των αθλίων μου οφθαλμών».
Του υμνογράφου• «Ω Χριστέ, Βασιλεύ των απάντων, δός μοι δάκρυα θερμά ίνα θρηνήσω την ψυχήν μου, ην κακώς απώλεσα. Ως οικτίρμων δώρησαί μοι, Χριστέ, νεφέλην δακρύων θείας κατανύξεως, ίνα κλαύσω και αποπλύνω τον εκ των ηδονών μου ρύπον και αναδειχθώ σοι καθαρός. Δός μοι δάκρυα, Θεέ, ως πάλαι τη γυναικί τη αμαρτωλώ».

Και τα υπόλοιπα των στίχων και άλλα όμοια προς ταύτα, τα οποία ευρίσκονται εις τας Αγίας Γραφάς, πρέπει κατά την ζήτησιν των δακρύων επιμελώς να λέγωμεν εκ βάθους καρδίας και «συνεχώς να προσευχώμεθα προς τον Κύριον, —όπως λέγει Όστις άγιος Ισαάκ—, να μας δώσει την Χάριν ταύτην των δακρύων, την καλύτερα των λοιπών χαρισμάτων και υπερβάλλουσα. Διότι Όταν λάβωμεν ταύτην, εισερχόμεθα εις την καθαρότητα της ψυχής και θα λάβωμεν πάντα τα πνευματικά αγαθά». Υπάρχουν δε τίνες, οί οποίοι ακόμη δεν απέκτησαν τελείως το δώρων των δακρύων, και άλλος αποκτά ταύτα κατ' άλλους τρόπους: ο μεν εκ της θεωρίας των μυστηρίων της οικονομίας της φιλανθρωπίας του Κυρίου, ό δε εκ της αναγνώσεως των διηγήσεων των βίων και αγώνων και των διδασκαλιών των Αγίων, άλλος μεν εκ της μονολογίστου ευχής του Ιησού, άλλος δε έρχεται εις συντριβή εκ τίνων κανόνων και τροπαρίων, έτερος ενθυμούμενος τας αμαρτίας του και άλλος από την μνήμην του θανάτου και της κρίσεως, και άλλος από τον πόθον της μελλούσης τρυφής ή από διάφορα άλλα μέσα.
Εν τούτοις, αν κανείς εύρει αυτά με οποιονδήποτε τρόπον, πρέπει να μετέρχηται τούτον και να κρατήσει τον κλαυθμόν μέχρις ότου παρέλθει. «Διότι, —είπον οί Πατέρες—, ό θέλων να ελευθερωθεί από τας αμαρτίας, θα ελευθερωθεί άπ' αυτάς δια του κλαυθμού και Όστις θέλων να μη αποκτήσει αυτάς, δια του κλαυθμού δεν αποκτά αυτάς». Διότι αυτή είναι ή οδός της μετανοίας και ό καρπός της και δια πάντα καθ' ημών επαγόμενο πειρασμόν και δια πάντα εχθρικό λογισμό πρέπει να κλαύσωμεν ενώπιον της αγαθότητας του Θεού, δια να μας βοηθήσει, και θα μας αναπαύσει ταχέως, Όταν προσευχηθώμεν μετά γνώσεως.
Ό Συμεών Όστις Νέος Θεολόγος ονομάζει πάσας τας αρετάς στρατιάν, βασιλέα δε και στρατηγόν το πένθος και τον κλαυθμόν, «διότι εκείνος, —λέγει—, εξοπλίζει και ενισχύει και διδάσκει τον στρατόν, πώς να μάχηται με τον εχθρόν εις πάσας τας επιχειρήσεις και φυλάττει αυτόν από τας επιδρομές του αντιπάλου». Αν ποτέ Όστις νους ημών ευρέθη εις λογισμούς μη επαινετούς ή εναντίους, είτε προερχομένους από την ακοήν ή από την δράσιν, αν κρατήται από την αγάπη προς τα φυσικά πράγματα ή από θλίψιν ανωφελή και αν εύρωμεν εις τα τοιαύτα δάκρυα, πρέπει να τα μεταβάλωμεν εις ωφέλιμα ή εις δοξολογίαν του Θεού ή εις εξομολόγησιν, ή να τα μεταφέρωμεν εις τον θάνατον και την δική και τας κολάσεις και τα λοιπά και ούτω να κλαύσωμεν. Διότι ό της Κλίμακος λέγει• «Το να μεταβάλωμεν τα δάκρυα από εναντία ή φυσικά εις πνευματικά είναι αξιέπαινο». Όταν όμως Χάριτι Θεού ή ψυχή ημών κατανυχθή και δακρύσει αυτομάτως χωρίς την πρόθεσιν και σπουδήν ημών, ταύτα είναι επίσκεψις του Κυρίου και δάκρυα ευλαβή, τα οποία πρέπει να φυλάξωμεν ως κόρην οφθαλμού μέχρις ότου υποχωρήσουν, επειδή έχουν μεγάλην ισχύν προς εξάλειψιν των αμαρτιών και των παθών, περισσότερον από τα δάκρυα, τα οποία γίνονται δια της ιδίας ημών σπουδής. Όταν δε δια της προσοχής, τουτέστιν της φυλακής της καρδίας, φανεί εν τη προσευχή από την Θείαν Χάριν ή πνευματική ενέργεια, ήτις εμβάλλει θερμή θάλπουσαν την καρδίαν και παρηγορεί την ψυχήν και αφράστως αναφλέγει αυτήν προς Θείαν και ανθρώπινη αγάπη και ευφραίνει τον νουν και δίδει την έσωθεν γλυκύτητα και χαράν, τότε τα δάκρυα προχέονται αυτομάτως και αβιάστως αναπηγάζουν άφ' εαυτών και παρηγορούν την επίπονων ψυχήν, ήτις «δική νηπίου κλαίει καθ' έαυτήν και συνάμα μειδιάται φαιδρώς», όπως λέγει ό της Κλίμακας.
Τούτων των δακρύων είθε να μας αξιώσει ό Κύριος, επειδή δι' ημάς τους αρχαρίους και έτι απείρους άλλη μεγαλύτερα παρηγοριά από ταύτην δεν υπάρχει.
Διότι όταν με την Θείαν Χάριν αυξηθεί το χάρισμα Τούτο εντός ημών, τότε θα επέλθει ανακούφισης από τους πολέμους και γαλήνευσης από τους λογισμούς εις τον νουν, όστις τρέφεται και ευφραίνεται από την προσευχή ως από δαψιλή τροφή, ενώ εκ της καρδίας αναπηγάζει ανέκφραστος τις γλυκύτης και προχέεται εις όλον το σώμα και μεταβάλλει εις όλα τα μέλη τον πόνο εις γλυκύτητα.
«Αυτή είναι ή παράκλησις ή τικτομένη εκ του κλαυθμού—, λέγει Όστις άγιος Ισαάκ, —ή οποία δίδεται εις έκαστων κατά την δοθείσαν εις αυτόν Χάριν συμφώνως προς τον λόγον του Κυρίου. Τότε ό άνθρωπος είναι εν τοιαύτη χαρά, οποία δεν ευρίσκεται εν τω αιώνι τούτω και ουδείς γνωρίζει ταύτα ει μη όστις εξέδωκεν εαυτόν εξ όλης ψυχής εις το έργον τούτο».
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Νείλου Σόρσκυ - Ασκητικά

Unread postby inanm7 » Wed Sep 29, 2021 3:09 pm

ΛΟΓΟΣ Θ'

Περί της φυλάξεως των επιτευχθέντων δακρύων μετά ταύτα.

Όταν Ο Κύριος μας αξιώσει με την Χάριν του να εύρωμεν δάκρυα και να κλαύσωμεν ή να προσευχηθώμεν καθαρώς, τότε πρέπει παντοιοτρόπως να φυλαττώμεθα από το πνεύμα της οργής και τους λοιπούς απρεπείς λογισμούς.
Διότι ό εχθρός θα επιδιώξει τότε είτε με εσωτερικούς λογισμούς να μας συγχέει, είτε θα μηχανευθεί να επαγάγει έξωθεν ταραχή και πόλεμο, προσπαθών να καταστήσει την εργασία ημών επίμεμπτον, όπως λέγει ό της Κλίμακος• «Όταν προσευχηθείς νηφάλιος, θα πολεμηθείς ταχέως εις οργή, διότι τούτο είναι ό σκοπός των εχθρών ημών. Όθεν, —λέγει—, ας εργαζώμεθα πάσαν αρετή, μάλιστα δε την προσευχή, πάντοτε με πολλή αίσθησιν». Ωσαύτως πρέπει και μετά την προσευχή να σπουδάζωμεν να είμεθα ισχυρότεροι του θυμού και της οργής και των λοιπών ψυχοφθόρων παθών, διότι διδάσκει ότι «ή αοργησία των αρχαρίων είναι συνδεδεμένη με τα δάκρυα ωσάν δια τίνος χαλινού και όταν χαλαρώσωμεν τον χαλινόν και δεν κυβερνήσωμεν καλώς, ευθύς θα ατακτήσει».
Ούτω λέγει και ό Νείλος ό Ασκητής• «Λίαν φθονεί ό δαίμων άνθρωπον προσευχόμενον και με πάσαν μηχανουργίαν επιδιώκει να εμποδίσει τον σκοπόν του. Δεν παύει λοιπόν να κινεί τα νοήματα των πραγμάτων δια μέσου της μνήμης και να αναμοχλεύει όλα τα πάθη δια μέσου της σαρκός, δια να δυνηθεί να εμποδίσει τον καλόν αυτού δρόμο και την προς Θεόν εκδημία». Όταν όμως ό πονηρότατος δαίμων, άφ' ου έπραξε πολλά, δεν δυνηθεί να εμποδίσει την προσευχή του προθύμου, τότε ολίγον χαλαρώνει και μετέπειτα τον εκδικείται άφ' ου τελειώσει την προσευχή είτε τον εξάπτει εις οργή και αφανίζει την εκ της ευχής εν αυτώ γενόμενη καλήν κατάστασιν, είτε τον ερεθίζει προς αλογόν τίνα ηδονή και υβρίζει τον νουν του.
«Δια τούτο, —λέγει—, άφ' ου προσηυχήθης όπως πρέπει, προσδοκεί τα μη πρέποντα και στήθι ανδρείως, φυλάττω την σάρκα σου• διότι εις τούτο εξ αρχής ετάχθης, εις το «εργάζεσθαι και φυλάττειν», δια να μη αφήσεις εργαζόμενος μεν, το πόνημά σου αφύλακτο, ειδεμή δεν θα ωφεληθείς καθ' όλου προσευχόμενος».
Και τούτο λοιπόν ανέφερε ό άγιος ούτος εκ των Παλαιών Γραφών, το «εργάζεσθαι και φυλάττειν». Διότι ή Γραφή λέγει, ότι «έπλασε ό Θεός τον Αδάμ και έθετο αυτόν εν τω παραδείσω της τρυφής εις το εργάζεσθαι αυτόν και φυλάττειν τον παράδεισον».
Και εδώ ονόμασε την μεν εργασίαν του παραδείσου προσευχή, την δε φυλακήν μετά την προσευχή τήρησιν εκ των απρεπών λογισμών.
Και Όταν μας επισκεφθεί λοιπόν ό Κύριος εις τα τοιαύτα, ας φυλασσώμεθα παντοιοτρόπως από τους απρεπείς λογισμούς, μάλλον δε από τους τοιούτους λόγους και τα έργα και ας τηρώμεν τότε ακριβώς τας αισθήσεις, δια να μη ανακινηθεί εκ τούτων πόλεμος εναντίον ημών. Εάν όμως από την βίαν των ή ψυχή εμπέσει εις τους λογισμούς, πρέπει ευθύς να καταφύγωμεν με την ευχή προς τον Ποιήσαντα αυτήν και Εκείνος θα καταστείλει ταύτα πάντα.
Δεν υπάρχει εργασία καλύτερα και πλέον αμέριμνος ταύτης και Ούτω Θεού ενισχύοντας θα φυλάξωμεν τας ψυχάς ημών εν τω φόβω αυτού, μη αφήνοντες τον νουν να διαχυθεί από λογισμούς αδυναμίας, ούτε ματαία χαρά να τον αρπάσει και ή ψυχή να απολέσει την απόκτησιν της κατανύξεως δια την αστάθεια του αδυνάτου λογισμού. Αλλά και μετά τα δάκρυα και την προσευχή πρέπει να φυλάσσωμεν τον εαυτόν μας εν τω αυτώ φρονήματι.

ΛΟΓΟΣ Ι'. (10)

Περί αποκοπής τον ιδίου θελήματος και αληθούς αμεριμνίας, ήτις είναι η νέκρωσις από πάντων.

Αύται αι θαυμασταί εργασίαι, περί ων ωμιλήσαμεν, εξ άπαντος απαιτούν την αποκοπήν και αμεριμνίαν, ήτις είναι ή νέκρωσις από πάντων και την ενασχόλησιν και προσοχήν εις μόνον το έργον του Θεού, όπως ειπόν οί γνωρίσαντες τούτο εκ της αποκτήσεως της σοφίας μεγάλοι Πατέρες.
Ό μεν μέγας Μακάριος λέγει• «Όστις θέλει να προσέλθει προς τον Κύριον και να αξιωθεί της αιωνίου ζωής και να γίνει κατοικητήριο του Χριστού και να εμπλησθή από το Άγιον Πνεύμα δια να δυνηθεί να φέρει τους καρπούς του Πνεύματος καθαρώς και αμέμπτως κατά πάσας τας έντολάς του Κυρίου, αυτός πρέπει ούτω να αρχίσει• πρώτον πρέπει να έχη βεβαίαν πίστιν εις τον Κύριον και να επιδώσει όλο τον εαυτόν του εις τους λόγους των εντολών Αυτού, να απαρνηθεί τον κόσμον κατά πάντα, δια να μη ασχολείται ό νους του ούτε με ένα από τα ορατά, αλλά μόνον να έχει προ οφθαλμών αυτόν μόνον τον Κύριον και τας εντολάς Αυτού και να επιδιώκει εις Αυτόν μόνον να είναι αρεστός, και να προσκαρτερή πάντοτε εν τη προσευχή, ελπίζων εις την επίσκεψιν του Θεού και εις την βοήθειαν Αυτού, έχων τον νουν του πάντοτε εν τούτω και να βιάζει τον εαυτόν του πάντοτε εις πάν αγαθόν και εις πάσας τας εντολάς του Κυρίου κατά δύναμιν, και μη θελούσης της καρδίας δια την κατέχουσαν αυτήν αμαρτίαν, πιστεύων ότι ελθών ό Κύριος θα ενοικήση εντός Αυτού και θα τον τελείωση και θα τον ενδυνάμωση εις την κατόρθωσιν όλων των εντολών και oτι αυτός ό Κύριος θα γίνει οικητήριον της ψυχής. Και να μνημονεύει του Κυρίου πάντοτε, προσδοκών Αυτόν εν αγάπη πολλή. Τότε βλέπων ό Κύριος την τοιαύτην καλήν προαίρεσιν και σπουδήν, θα ποίηση το έλεος Αυτού με αυτόν και θα τον λύτρωση από την εν αυτώ ζώσαν αμαρτία και θα τον γεμίσει με Πνεύμα Άγιον. Και ούτω αυτός θα πράττει καθ' έξης πάντα τα του Κυρίου χωρίς βίαν και κόπο, μόνον από την αλήθεια, μάλλον δε ό Κύριος εν αυτώ. Και τότε θα φέρει τους καρπούς του Πνεύματος καθαρώς».
Και ό Μέγας Βασίλειος λέγει ότι «ή αρχή της καθαρότητας της ψυχής είναι ή ησυχία».
Και ό Ιωάννης της Κλίμακος είπε• «Το έργον της ησυχίας είναι ή αμεριμνία των ευλόγων και αλόγων πραγμάτων, δεύτερον ή άοκνος προσευχή και τρίτον ή άσυλος εργασία της καρδίας». Ευλόγα δε πράγματα δεν ονομάζει εκείνα, τα όποια έχομεν τώρα ως συνήθεια εν σχέση προς την απόκτησιν χωρίων και την κατοχή πολλών κτημάτων και τας συμπλοκάς με τον κόσμον, διότι ταύτα είναι άλογα, άλλα τας ομιλίας, αι οποίαι γίνονται υπό καλόν πρόσχημα και νομίζονται προς σωτήρια της ψυχής. Και ταύτας λοιπόν πρέπει να κάμνομε κατά τον πρέποντα τρόπον και εν μετρώ με πνευματικούς και ευλαβείς πατέρας και αδελφούς. Διότι όταν κάμωμεν αυτάς αφυλάκτως, θα πέσωμεν κατά πάσαν ανάγκην εις τα δεύτερα, δηλαδή τα άλογα πράγματα. Και ιδού, τα μεν πρώτα ωνομάσαμεν ευλόγα• δεύτερα δε τας φιλονεικείας και αντιλογίας, τους γογγυσμούς και τας κατακρίσεις και τους εξευτελισμούς και τας ύβρεις και τα λοιπά κακά, εις τα όποια εμπίπτομεν από τα προηγούμενα ευλόγα. «Αδύνατον μεν, —λέγει—, είναι εις τον μη μαθόντα γράμματα κατά τρόπον φυσικό να μελετήσει εις τα βιβλία.
Αδυνατώτερον δε εις τον μη αποκτήσαντα το πρώτον να μετέλθη τα δύο με λόγον». Και δια να είπωμεν τούτο με κοινήν και απλήν γλώσσα αδύνατον είναι εις τον μη μαθόντα γράμματα να απαγγείλει και να αναγνώσει και να κανοναρχήσει από τα βιβλία. Αδυνατώτερον δε εις τον μη αποκτήσαντα το πρώτον, δηλαδή την αμεριμνίαν των ευλόγων και αλόγων πραγμάτων, ήτις είναι ή νέκρωσις από παντός πράγματος, να μετέρχηται την ψαλμωδία εις τον νουν χωρίς οκνηρία και την προσευχή με προσοχή, τουτέστιν την καρδιακή εργασία, διότι την μεν προσευχή ονομάζει εδώ άοκνο στάση της ψαλμωδίας, την δε καρδιακή εργασία καθέδρα της προσευχής και τήρησιν του νοός. Και αλλαχού• «Μικρά θρίξ ταράττει τον όφθαλμόν, και μικρά φροντίς αφανίζει την ησυχίαν». Και πάλιν «Όστις εγεύθη της προσευχής, πολλάκις μόλυνε τον νουν με ένα μόνον λόγον προερχόμενον, και παραστάς εν προσευχή, δεν εύρε το ποθούμενον ως συνήθως». ούτω λέγει Και ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος• «Να είναι ή ζωή σου ήσυχος Και αμέριμνος, νεκρωθείσα από πάντων». Και άφ' ου διετύπωσε τούτο, διδάσκει έπειτα τα περί προσευχής και προσοχής. Και ό Ισαάκ λέγει προς όσους θέλουν αληθώς να ησυχάζουν και να καθαρίζουν τον νουν εν προσευχή• «Μάκρυναν τον εαυτόν σου από την θέα του κόσμου και έκκοψον τας συντυχίας και μη θέλεις να υποδέχεσαι τους κατά συνήθεια φίλους εν τω κελλίω σου, ούτε υπό το πρόσχημα της χρηστότητας, αλλά μόνον τους ομότροπους και ομογνώμονας και συμμύστας σου. Και φόβου την σύγχυσιν της ψυχικής συντυχίας, ήτις συνηθίζει ακουσίως να κινείται και άφ' ου εξεκόπη και διελύθη ή εξωτερική συντυχία». Και λέγει εκείνο, το οποίον γνωρίζομεν εκ πείρας. Διότι όταν παύσωμεν από τας τοιαύτας ομιλίας, έστω και αν νομίζωνται καλαί, ευθύς μετά την παύσιν των ομιλιών είμεθα παρά την θέλησιν ημών τεταραγμένοι κατά την ψυχήν, και αύται κινούνται ακουσίως εντός ημών και παραμένουν προσκεκολλημέναι εις ημάς επί ουκ ολίγον χρόνον, επειδή και τα προς τους πλησίον και ηγαπημένους ημών περιττό Και άκαιρα λόγια προξενούν ταραχήν και δεινώς φθείρουν την φυλακήν του νοός και την κρυπτήν μελέτη. αλλαχού δε λέγει εναντίον τούτων πάλιν αυστηρότατα τα έξης• «Ω, τι κακόν είναι ή θέα και ή ομιλία δια τους εν ησυχία διάγοντας! Αληθώς, ω αδελφοί, πλέον των λελυμένων της ησυχίας! Διότι καθώς η σφοδρότης του πάγου όταν επιπέσει εις τα άκρα των φυτών, ξηραίνει αυτά, ούτω και αι συντυχίαι των ανθρώπων, και αν είναι παντελώς μικραι Και διεξάγονται κατά το φαινόμενον προς το αγαθόν, ξηραίνουν τα άνθη των αρετών, τα όποια προσφάτως εξήνθησαν εκ της συγκράσεως της ησυχίας Και περικυκλώνουν με απαλότητα και τρυφερότητα το φυτόν της ψυχής, το φυτευθέν επί τας διεξόδους των υδάτων της μετανοίας. Και όπως ή σφοδρότης της πάχνης καταλαμβάνει τα προσφάτως βλαστήσαντα και κατακαίγει αυτά, ούτω και ή συντυχία των ανθρώπων την ρίζαν του νου, ήτις ήρχισε να χλοηφορή την χλόην των αρετών. Και εάν ή ομιλία των εν μέρει μεν εγκρατευομένων, εν μέρει δε εχόντων μικρά ελαττώματα, συνηθίζει να βλάπτει την ψυχήν, πόσω μάλλον ή θέα και λαλιά των ιδιωτών και μωρών, δια να μη ειπώ των κοσμικών; Διότι όπως ένας ευγενής και έντιμος άνθρωπος, όταν μεθύσι, λησμονεί την ευγένεια του και ατιμάζεται το αξίωμα του και καταγελάτε ή τιμή του υπό των αλλότριων λογισμών, οίτινες εισήλθαν εις αυτόν από την δύναμιν του οίνου, ούτω θολώνεται και ή σωφροσύνη της ψυχής υπό της θέας και ομιλίας των ανθρώπων και λησμονεί τον τρόπον της φυλακής της και εξαλείφεται από την διάνοια της ή τήρησης του θελήματος και εκθεμελιώνεται απ' αυτήν πασά οικοδομή της επαινετής καταστάσεως. Και εάν λοιπόν ή συντυχία Και ό πλατυσμός εν το μετεωρισμό, όταν επισυμβούν εις τον εν ησυχία όντα —ή και ή προσέγγισης τού των, ώστε να βλέπει και να ακούει—•, επαρκούν ώστε τα δια των πυλών της οράσεως Και ακοής εισερχόμενα να προξενήσουν εις αυτόν ψυχρότητα και θόλωσιν της διανοίας από τα θεία εξ αιτίας της πολλής θέας και ακοής, και εάν εν μικρά ώρα επιφέρουν τοσαύτη ζημιά, τι να είπωμεν περί της διηνεκούς συναντήσεως τούτων και της πολλής χρονοτριβής εντός τούτων;». Και αλλαχού λέγει ό ίδιος• «Ό αγαπών την ομιλία του κόσμου, αυτός στερείται της ζωής, και δεν έχω τι να ειπώ περί Αυτού, άλλα μόνον μετά κλαυθμού να πενθήσω πένθος απαραμύθητον, του οποίου ή ακοή συντρίβει τας καρδίας των ακουόντων». Και πάλιν αλλαχού λέγει ότι «μόνη ή θέα των κοσμικών δύναται να δώση δύναμιν εις τα πάθη, ώστε να χαυνώσουν τον ασκητή και να αλλοιώσουν την σύνεσιν και την προαίρεσίν του. Δια τούτο ό μοναχός δεν πρέπει να συναναμιχθή μετά των πολεμούντων αυτόν, αλλά να απομακρυνθεί από την προσέγγισιν πάντων εκείνων, εκ των οποίων πειράζεται ή ελευθερία του.
Διότι όταν έλθει ό άνθρωπος προς τον Θεόν, συνάπτει διαθήκη μετά του Θεού, ότι όχι μόνον θα απέχει από πάντα ταύτα, αλλά και δεν θα βλέπει πάσαν τάξιν των κοσμικών, ούτε θα ακούει τους λόγους των, ούτε τα περί αυτών». Και πολλά ακόμη Και όμοια προς ταύτα γράφουν ό Άγιος ούτος και άλλοι Άγιοι. Και ούτω πιστεύονται ως αναντιρρήτως αληθινά.

ΛΟΓΟΣ ΙΑ'. (11)

Περί του ότι πρέπει να πράξωμεν τας εργασίας ταύτας όχι προ του δέοντος καιρού και κατά τα αρμόζοντα μέτρα.

Και αυτάς δε ταύτας τας καλάς και θεοπρεπές εργασίας πρέπει να πράττωμεν με διάκρισιν και εν ευθέτω καιρώ και κατά τα αρμόζοντα μέτρα, όπως λέγει ό Μέγας Βασίλειος• «Πάντων των πραττομένων πρέπει να προηγείται ή φρόνησης, διότι άνευ φρονήσεως και το καλόν γίνεται εις κακίαν ένεκα της ακαιρίας και αμετρίας. Όταν όμως ή φρόνησης καθορίσει τον καιρόν και το μέτρον δια τα καλά, τότε υπάρχει θαυμαστόν κέρδος».
Και ό της Κλίμακος, λαβών από τας Γραφάς, λέγει• «Καιρός τω παντί πράγματι υπό τον ούρανόν, και εις πάντα τα της ιεράς ημών πολιτείας υπάρχει καιρός δι' έκαστο πράγμα», είπε. Και ολίγον τι προχωρών λέγει κατά λέξιν «Υπάρχει καιρός της ησυχίας και καιρός απερίσπαστου περισπασμού, καιρός αδιάλειπτου προσευχής και καιρός ανυπόκριτου διακονίας. Μη ζητήσωμεν λοιπόν εξ υπερήφανου προθυμίας απατώμενοι προ του καιρού τα του καιρού, και εν καιρώ δεν θα λάβωμεν αυτά. Διότι υπάρχει καιρός εις το να σπείρωμεν τους πόνους και καιρός να θερίσωμεν τας άρρητους Χάριτας». Αλλαχού δε έγραψε την εξής παραβολή «Δεν είναι ασφαλές δια τον άπειρον να αποχωρισθεί από το πλήθος των στρατιωτών προς μονομαχίαν, και δεν είναι ακίνδυνον δια τον μοναχό προ πείρας και γυμνασίας πολλής κατά των ψυχικών παθών να αρχίσει την ησυχία ότι ό μεν εκτίθεται εις σωματικούς, ό δε εις ψυχικούς κινδύνους»• Διότι των σπανίων είναι το να μετέρχονται την αληθινή ησυχία, και εκείνων μόνον, οίτινες έλαβον την θεία παρηγορίαν εις άνάπαυσιν των κόπων και βοήθειαν εν τω πολεμώ.
Και ό μέγας Βαρσανούφιος, —ανταποκρινόμενος προς αδελφό αναγνώσαντα εν τω Πατερικώ ότι «όστις θέλει κατ' άλήθειαν να σωθεί, πρέπει πρώτον να υπομένει τας παρά των ανθρώπων ύβρεις και ονειδισμούς και ατιμίας και τα λοιπά κατά το παράδειγμα του Κυρίου, και ούτω να προσέλθει εις την τέλεια ησυχία, ήτις είναι ανάβασης εις τον σταυρόν, τουτέστιν εις την νέκρωσιν από πάντων», —είπεν ό Γέρων «Καλώς είπον οι Πατέρες, και δεν έχει άλλως». Και προς άλλον τινά είπεν ότι «ή πρόφασης της ησυχίας οδηγεί εις υψηλοφροσύνη, αν ό άνθρωπος προηγουμένως δεν κέρδισε τον εαυτόν του. Κέρδος δε του εαυτού του σημαίνει το να είναι κανείς άμεμπτος εις την ταπείνωσιν». Και πάλιν είπεν «Όταν τολμήσεις να προχώρησης πέραν του μέτρου σου, τότε θα μάθεις, ότι απώλεσας και ότι είχες. Άλλα συ κρατεί την μέσην όδόν, προσεχών εις το θέλημα του Θεού». Διότι Όταν θέληση κανείς να αμεριμνήση προ του δέοντος καιρού, ό κοινός εχθρός του ετοιμάζει περισσοτέρα ταραχή παρά γαλήνη και τον οδηγεί στο να λέγει• Καλύτερον θα ήτο δι' εμέ εάν δεν είχον γεννηθεί».
Τούτο δε είπεν ό Άγιος, επειδή πολλαί πλάναι ακολουθούν εις αυτά, καθώς λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης• «εις πολλούς απείρους εν τη ησυχία συνέβη παλαιότερον και τώρα να πέσουν εις πλάνας. Αυτό γίνεται και μετά πολλούς κόπους, μάλλον δε εις τους αρχαρίους και ιδιορρύθμους. Και ανόητος ομιλών προξενεί ό πλανώμενος εις τους ησυχάζοντας όνειδος και γέλωτα. Διότι ή μνήμη του Θεού, —είπεν—, ή νοερά προσευχή, είναι ή υψηλότερα πασών των εργασιών και ή κεφαλή των αρετών ως αγάπη Θεού. Και όστις θέλει αναιδώς και θρασέως να εισέλθη προς τον Θεόν και συχνάκις να ομιλεί μετ' Αυτού και βιαζόμενος να απόκτηση Αυτόν εντός του εαυτού του, εκείνος ευκόλως θανατώνεται υπό των δαιμόνων, όταν παραχωρηθεί εις αυτούς. Διότι ό αυθάδης και υπερήφανος όστις αναζητεί πράγματα ανώτερα του ιδίου μέτρου και της καταστάσεως του, επιδιώκει με αλαζονεία να φθάσει ταύτα προ του δέοντος καιρού. Διότι των δυνατών και τελείων είναι το να μονομαχούν με τους δαίμονας και να ανασπάσουν εναντίον αυτών την μάχαιραν, ήτις είναι ό λόγος του Θεού. Οί δε ασθενείς και αρχάριοι, ωσάν εις το οχύρωμα της ευλάβειας και του φόβου καταφεύγοντες, παραιτούνται από τον πόλεμο και μη τολμώντες προ του δέοντος καιρού να πολεμήσουν, διαφεύγουν τον θάνατον». ταύτα ακούοντες πρέπει να φυλασσώμεθα να μη τολμήσωμεν προ του δέοντος καιρού εις τα υψηλά, δια να μη ζημιωθεί κανείς και απολέσει την ψυχήν. 'Αλλά πρέπει να προχωρήσωμεν εν ευθέτω καιρώ και κατά το μέσον μέτρον, όπως φαίνεται ότι είναι ευκολώτερον και μαρτυρείτε υπό της Γραφής ότι ή μέση οδός είναι ή άπτωτος. Και ίκανόν χρόνον πρέπει λοιπόν να γυμναζώμεθα με τους ανθρώπους. Ή δε μέση οδός είναι ό βίος με ένα ή το πολύ δύο αδελφούς, όπως λέγει και ό Ιωάννης της Κλίμακος, στις διατάσσει εις εκείνους, οί όποιοι θέλουν να δουλεύουν εις τον Χριστόν γνησιώτερον, να επιλέξουν τους καταλλήλους «τόπους και τρόπους και καθίσματα». Και εις τρεις καταστάσεις συνίσταται το γενναίων περιεχόμενον της μοναχικής πολιτείας• ή ,ή μεμονωμένη αναχώρησις, ή το να ησυχάζει κανείς με ένα ή το πολύ δύο αδελφούς, ή το κοινόβιο. Και αναφέρει από την Γραφή «Μη εκκλίνης εις τα δεξιά, μηδέ εις τα αριστερά», «αλλά όδώ βασιλική πορεύου», επειδή ή μέση των ανωτέρω λεχθεισών ήτο δια πολλούς ή αρμόδιος, δηλαδή ή ησυχία με ένα ή δύο. Διότι λέγει• «Ουαί τω ενί», όταν πέση εις ακηδία ή ύπνων ή ραθυμία ή απόγνωσιν, δεν υπάρχει ό εγείρων αυτόν μεταξύ των ανθρώπων». Και προσάγει το ρητό αυτού του Κυρίου, το λέγον «Ου γαρ εισι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών». 'Αλλαχού λέγει ή Γραφή• «Αγαθοί οί δύο υπέρ τον ένα', τουτέστιν, καλόν είναι δια τον πατέρα να αγωνίζηται μετά του υιού δι' ενεργείας Θείου Πνεύματος κατά των προλήψεων». Και μετ' ολίγον «όστις επιχειρεί άνευ βοηθείας να προσπαλαίση με τα πνεύματα, θανατούται ύπ' αυτών». Απαριθμών τα καλά ήθη μερικών, είπε- «Εις τούτους παντελώς αντίκειται ή μετά των ανθρώπων συνδιατριβή, διότι δύνανται με τον οδηγούντα να ανέρχωνται εκ της ησυχίας ως εκ λιμένος εις τον ούρανόν και να παραμένουν ανενδεής και άπειροι των κοινοβιακών θορύβων και σκανδάλων». «Οί υπό των ψυχικών παθών νικώμενοι ούτε καν να άπτονται της ησυχίας, —διέταξαν οί Πατέρες—, μάλιστα δε της κατά μονάς». Ψυχικά πάθη είναι ή κενοδοξία, ή οιήσεις, ή πονηρία και τα λοιπά, τα οποία προέρχονται εκ τούτων. «Ό εκ τούτων πάσχων και την ησυχίαν αρχίζων είναι όμοιος προς εκείνον, όστις απεπήδησεν από το πλοιον και νομίζει, ότι επί σανίδος θα εξέλθει ακινδύνως εις την γήν», λέγει ό της Κλίμακος. «Όσοι δε με τον πηλόν μάχονται, τουτέστιν με τα σωματικά πάθη, και αυτοί δεν πρέπει απλώς και ως έτυχε να αρχίσουν την ησυχία άλλ' εν καιρώ οικείο και όχι την κατά μονάς ησυχίαν, αλλά μόνον όταν έχουν οδηγόν, διότι ή κατά μονάς ησυχία απαιτεί αγγελικήν ίσχύν». Και άφ' ου μνημόνευσεν ακόμη μερικά ψυχικά πάθη, λέγει• «Μη τολμήσει ό υπό τούτων ενοχλούμενος να ιδεί ίχνος ησυχίας, δια να μη πάθη έκστασιν». Και αλλά πολλά ευρίσκομεν εις τας Αγίας Γραφάς, τα όποια οί θαυμαστοί και μεγάλοι Πατέρες ούτως δίδαξαν και έπραξαν.
Διότι ό άγιος Ισαάκ μακάρισε την ησυχία και ωνόμασε τον μέγαν Αρσένιον τέλειον ησυχαστή• και αυτός ούτος είχε υποτακτικό και μαθητές. Ωσαύτως και ό Νείλος ό Σιναΐτης και ό Δανιήλ ό Σκητεώτης είχον μαθητές, όπως διηγούνται αί Γραφαί περί αυτών, και άλλοι πολλοί. Και πανταχού επαινείται εις τας Αγίας Γραφάς ή μεθ' ενός ή δύο ησυχία, καθώς και είδομεν ως αυτόπται εν τω Άγίω Όρει Άθω και εν ταίς χώραις της Κωνσταντινουπόλεως. Και εις άλλους τόπους υπάρχουν διαμοναί κατά τον έξης τρόπον όταν κάπου υπάρχη πνευματικός Γέρων έχων ένα ή δύο μαθητές, και αν έχη χρείαν ενίοτε και τρίτον, και όταν μερικοί ησυχάζουν πλησίον, προσέρχονται εν οικείο καιρό και διαφωτίζονται με πνευματικός ομιλίας. Ημείς δε οί άφρονες συνετιζόμεθα και στηριζόμεθα ύπ' αλλήλων, καθώς είναι γεγραμμένον «Αδελφός ύπ' αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά», και έχομεν ως απλανή διδάσκαλον τας θεοπνεύστους Γραφάς.
Δια τούτο μας φαίνεται εύλογος ή εν τω έργω του Θεού διαμονή με ένα ή δύο πιστούς και ομόφρονος αδελφούς δια να διδασκώμεθα από τας Αγίας Γραφάς το θέλημα του Θεού - και αν ό Θεός δώση εις κάποιον να κατανόηση περισσότερα, ό αδελφός εκείνος να οικοδόμηση τον αδελφό και ό ένας να βοηθήση τον άλλον «πολεμούμενοι υπό των δαιμόνων και θλιβόμενοι υπό των παθών», όπως λέγει ό άγιος Έφραίμ, και ούτω Χάριτι Θεού κατευθυνόμεθα προς έργα καλά. «Προ παντός δε πρέπει να προπαρασκευασθώμεν με την προσευχή, όταν θέλωμεν να κτίσωμεν το οικητήριον της ησυχίας, δια να μας δώση ό Θεός τα προς τελείωσιν ιδιώματα», —καθώς λέγει ό της Κλίμακος—, «το όποιον είναι το καρτερικόν κάθισμα, δια να μη γίνωμεν μετά την καταβολήν του θεμελίου γέλως εις τους εχθρούς και εμπόδιον εις τους άλλους εργάτες», αλλά να φυλαττώμεθα εις έργα καλά Χάριτι του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού, πρεσβείαις της πανάχραντου Δεσποινίς ημών Θεοτόκου και πάντων των Αγίων, των εν εργασίες των αρετών διαλαμψάντων.

Και τούτο εννοούμεν λοιπόν, ότι «όχι δια να πράξωμεν τα περιττά έργα των κανόνων εκλέγομεν την κατοίκησιν της ησυχίας», —όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ—«διότι είναι γνωστόν ότι ή μετά των πολλών κοινωνία μάλλον χείρα παρέχει εις τούτο». Άλλα δια να αναχωρήσωμεν από τας ταραχάς και ανωφελείς θορύβους και τα λοιπά μη αρεστά εις τον Θεόν και δια να παραμένωμεν εις τας έντολάς Του, αποκτώντες την αναγκαιαν χρείαν εκ των ιδίων κόπων. Εάν όχι, τότε να λαμβάνωμεν λίγη ελεημοσύνη, οθενδήποτε οικονομήσει ή Αγαθότης Του, από δε τα περιττά πρέπει παντελώς να απέχωμεν. —Μάχας δε και δίκας και έριδας δια τας σωματικάς πλεονεξίας αποφεύγουμε ως θανατηφόρο ιόν. Και πράττομε τας εργασίας ταύτας, άιτινες είναι άρεσται εις τον Θεόν ψαλμωδία, προσευχή, άνάγνωσιν και μελέτην περί των πνευματικών πραγμάτων, εργόχειρον και την διακονίαν οποιουδήποτε έργου, και γινόμεθα εις τον εσωτερικό άνθρωπον κατά δύναμιν κοινωνοί του Θεού. Και ούτως αναπέμπομεν δι' έργων καλών δόξαν τω Πατρί και τω Υιό και τω Άγίω Πνεύματι, τω εν Τριάδι μόνω Θεώ, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Ταύτα λοιπόν εγράψαμεν ημείς οί άφρονες κατά το μέτρον της ευτέλειας ημών προς υπόμνησιν του εαυτού μου και των ομοίων μου, οίτινες ευρίσκονται εν τη τάξει των διδασκομένων, εάν έχουν και προαίρεσιν. Δεν έγραψα ταύτα από τον εαυτόν μου, καθώς και ειπών εν τη αρχή του συγγράμματος τούτου, άλλ' από τας Θεόπνευστους Γραφάς των αγίων Πατέρων, των φωτισθέντων την διάνοιαν. Πάντα λοιπόν τα εδώ ευρισκόμενα δεν είναι χωρίς την μαρτυρίαν των Θείων Γραφών. Και αν ευρέθη εις αυτά κάτι το μη αρεστόν εις τον Θεόν και ανωφελές δια την ψυχήν εξ αιτίας της αφροσύνης ημών, ας μη γίνη τούτο αλλά το θέλημα του Θεού ας γίνη τέλειον και ευπρόσδεκτον. Εγώ δε ζητώ συγχώρεση. Εάν κανείς γνωρίσει περί τούτων περισσότερα και ωφελιμότερα, ας πράξη ούτως όπως νομίζει, και ημείς χαίρομεν δι' αυτό Αν κανείς όμως εύρει ωφελείαν εκ τούτων των παρόντων, ας προσευχηθή και υπέρ εμού του αμαρτωλού, δια να εύρω έλεος ενώπιον του Κυρίου
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Νείλου Σόρσκυ - Ασκητικά

Unread postby nikolaos » Thu Sep 30, 2021 8:27 am

Πατερ, ευχαριστουμε πολυ.
nikolaos
 
Posts: 320
Joined: Thu Nov 24, 2011 10:51 pm


Return to ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 8 guests

cron