Η Χριστιανική Αγάπη και η ελευθερία του προσώπου
Β. Μπακούρος
Για τη Χριστιανική πίστη, η αγάπη δεν είναι απλά ένα συναίσθημα. Είναι κάτι πολύ περισσότερο!
Περιοδικό "Τρίτο Μάτι "Δεκεμβρίου 2004, Νο 128, σελ. 22-26, με τον γενικό τίτλο: "Σοσιαλιστική Κοινωνική Αλληλεγγύη και Χριστιανική Αγάπη". Το απόσπασμα το παρουσιάζουμε με την ευγενική άδεια του περιοδικού, και θα ολοκληρωθεί σε μια σειρά επί μέρους άρθρων.
α) Πώς «ο θεός είναι Αγάπη»
Η έννοια της αγάπης αποτελεί στην πραγματικότητα τον ακρογωνιαίο λίθο της χριστιανικής σκέψης τόσο σε επίπεδο δογματικό (θεολογικό) όσο και κοινωνικό. Για την ακρίβεια, δεν πρόκειται για έννοια, αλλά για βίωμα, όχι μόνο του ανθρώπου αλλά του ίδιου του Θεού! Στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο εμπεριέχεται και ο ακόλουθος λακωνικός ορισμός του Θεού: «Ο Θεός αγάπη εστί». Δυστυχώς, η συχνή επανάληψη αυτής της φράσης και κυρίως η κακοποίηση της από ρήτορες των οποίων τα λόγια στάθηκαν ανακόλουθα (προς τα έργα που τα λόγια αυτά υπαγορεύουν) κατέστησαν συνθηματικό το περιεχόμενο της. Στην πραγματικότητα ο Ιωάννης, στον μοναδικό αυτό καταφατικό ορισμό της θεότητας που εμπεριέχεται στην Καινή Διαθήκη, παρέχει τον υπαρκτικό τρόπο του θείου, ως κοινωνία ελεύθερων προσώπων.
Επειδή, βέβαια, ο άνθρωπος είναι πλάσμα «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» Θεού, η δογματική θεολογία δεν είναι ένα αυταρχικό σύστημα σκέψης, αλλά ουσιαστικά κοινωνιολογία, διότι υποβαθρώνει μια, ανάλογη προς το Θεό, σύλληψη του ανθρώπου (τηρουμένων των αναλογιών), ως ελεύθερου προσώπου που ζει ιστορικά «εν κοινωνία» με άλλα ελεύθερα πρόσωπα.
β) Αγάπη και Ελευθερία Το φιλοσοφικό υπόβαθρο ενός καθημερινού προβληματισμού
Ποιο, όμως, είναι το νόημα της αγάπης στην παραπάνω φράση του Ιωάννη και ποια η σχέση της με την ουσία του θεού; Η ορθόδοξη πατερική θεολογία αντιλαμβάνεται την αγάπη όχι ως μια απλή συναισθηματική εκδήλωση, αλλά ως αυτόβουλο βίωμα των θείων προσώπων της χριστιανικής Τριάδας. Τα πρόσωπα αυτά, επειδή επιλέγουν την αγάπη, συγκροτούνται σε ενότητα. Ο Θεός του Χριστιανισμού δεν είναι Ένας ως μονάδα, αλλά ως ενότητα! Το κάθε θεϊκό πρόσωπο που με τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του επιλέγει ελεύθερα να αγαπά τα υπόλοιπα και έτσι ο «Θεός υπάρχει», υφίσταται, ως «ένας». Άρα, ουσία (τον τρόπο ύπαρξης) της μιας θεότητας αποτελεί η αγάπη ως βίωμα προσωπικό, αφού μέσω αυτής το κάθε θείο πρόσωπο εξίσταται και ενοποιείται συναπαρτίζοντας τον Θεό ως σύνολο αδιάσπαστο.
Η ελευθερία στη συγκεκριμένη υπαρκτική, σχέση, έχει πρωτεύοντα ρόλο. Κατ'αρχάς αποτελεί συστατικό στοιχείο του προσώπου, γιατί η απουσία της ελευθερίας αίρει το αυτεξούσιο -την ευθύνη- και οδηγεί σε κατάσταση δουλείας. Η ελευθερία είναι αναγκαία, βέβαια, αλλά αυτή καθεαυτή δεν είναι επαρκής, γιατί καθεαυτό ελεύθερος είναι και ο Σατανάς.
Σε επίπεδο πνευματικό, η ελευθερία του προσώπου, ενώ αποτελεί εκδήλωση της ουσίας του, δεν την εγγυάται, γιατί αποτελεί φενάκη, όταν μέσω αυτής το πρόσωπο σταματά την αυτοεπιβεβαίωσή του. Αν η ελευθερία του προσώπου εξαντλείται στα όρια που αυτό διαγράφει χωρίς να αφορά τα άλλα πρόσωπα, οδηγεί στην αυτοϋποδούλωση καθώς μετατρέπεται σε «μοίρα». Το πρόσωπο, ελεύθερο να είναι ό,τι θέλει, δεν μπορεί να μην «είναι». Υπακούει, δηλαδή, σε έναν ρόλο που έχει προδιαγράψει γι' αυτό η κοσμική Τάξη.
Αυτήν τη ματαιόσπουδη ελευθερία καταγγέλει ο (άθεος) υπαρξισμός (Ζ. Π. Σαρτρ, Αλ. Καμύ) περνώντας από αυτήν ως υπαρκτικό στοιχείο του ανθρώπου στον «απόλυτο μηδενισμό». Χαρακτηριστική και τραγική είναι η ρήση του Ζ. Π. Σαρτρ: «Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Αν υπερβεί τη φυσική (ουσιαστική) του αναγκαιότητα, ακυρώνεται».
Ελευθερία και Θεότητα στην αρχαιοελληνική σκέψη και στους Πατέρες
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, προχώρησαν πολύ στην αναζήτηση του Θεού. Όμως στο τέλος έφθαναν σε ένα αδιέξοδο. Και αυτό ήταν το αδιέξοδο ενός "σκλάβου θεού", που δεν μπορούσε να ορίσει την ύπαρξή του! Και εκεί φάνηκε η ανωτερότητα της Χριστιανικής αποκάλυψης. Όταν ο Ίδιος ο Θεός δια των αγίων Πατέρων, μας ξεκαθάρισε τη λύση του προβλήματος.
Αυτό το μορφότυπο της υπόδουλης θεότητας δεν απασχόλησε βέβαια όλες τις προχριστιανικές θρησκείες είτε γιατί οι κοινωνίες που τις πρέσβευαν δεν είχαν τα γνωστικά εφόδια αυτού του προβληματισμού είτε γιατί η ελευθερία δεν αποτελούσε στις κοινωνίες αυτές οργανικό τμήμα του βιώματος τους.
Απασχόλησε, ωστόσο, τον -ορθολογιστικό και μη- ελληνικό φιλοσοφικό Λόγο, ιδιαίτερα του Πλάτωνα, ο οποίος προκειμένου να λύσει το θεμελιώδες αυτό πρόβλημα του θεϊκού αυτοκαθορισμού το μετήγαγε σε άλλο επίπεδο προβληματισμού, αλλά δεν το έλυσε ουσιαστικά. Ο Πλάτωνας θεώρησε ότι οι θεοί είναι τέτοιοι στα πλαίσια που τους ορίζει η Ειμαρμένη, δηλαδή η κοσμική Μοίρα, η κοσμική τάξη-αρμονία θα μεταφράζαμε πιο εύστοχα. Ασφαλώς, στο πλαίσιο μιας τέτοιας ερμηνευτικής λύνεται το πρόβλημα που προδιαγράψαμε γνωστικά, αλλά όχι ηθικά. Από πρόβλημα αυτοεξαναγκασμού γίνεται πρόβλημα ετεροκαθορισμού και η υποδούλωση πολλαπλασιάζεται. Η φύση της θεότητας δεν καθορίζεται πλέον από τον εξαναγκασμό που επιβάλλει η ίδια η ουσία της, αλλά η ουσία αυτή είναι τέτοια (δηλαδή θεϊκή), επειδή έτσι ορίζει ένας υπερκείμενος από τους θεούς παράγων, η Μοίρα.
Το οντολογικό αυτό πρόβλημα δεν είναι στην ουσία του μόνο θεολογικό, αλλά φιλοσοφικό, καθώς ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος θεάται να συλλαμβάνει τον Θεό επηρεάζει άμεσα τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος συλλαμβάνει τον εαυτό του και οδηγείται στην αυτογνωσία.
Οι Έλληνες (ή ελληνόφωνοι) Πατέρες των πρώτων αιώνων (Μεγ. Αθανάσιος, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης), ακόμη και αιρετικοί (Ωριγένης, Θεόδωρος Μοψουεστίας) συνέλαβαν άμεσα την κρισιμότητα του προβλήματος. Αν επεδίωκαν μια νέα ανθρωπολογία μέσω μιας νέας Κοινωνίας (Εκκλησία), έπρεπε να δώσουν λύση στο πλατωνικό φιλοσοφικό αδιέξοδο που να πείθει γνωστικά και έτσι να επιλέγεται βιωματικά. Χρησιμοποίησαν, βεβαίως, τα γνωστικά όπλα του ελληνικού στοχασμού επιλέγοντας την αριστοτελική παράδοση, της οποίας η κανονιστική μορφή παρείχε τις προϋποθέσεις ασφαλέστερων συμπερασμάτων.
Εκκινώντας από τον αριστοτελικό προβληματισμό για την Ουσία των όντων ξεχώρισαν στον Θεό του Χριστιανισμού την Ουσία από το Πρόσωπο, θεωρώντας το πρόσωπο όχι ως απλή εκδήλωση της ουσίας, αλλά λογική απόδειξη της. Καθώς η ουσία του Θεού είναι απροσπέλαστη γνωστικά, αυτό για το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να προβληματιστεί είναι το πρόσωπο του Θεού, αφού αυτό αυτόβουλα εμφανίζεται εντός της Ιστορίας. Για τον άνθρωπο, ο Θεός υπάρχει επειδή είναι Πρόσωπο, όχι επειδή είναι Ουσία.
Διαφυλάσσοντας, λοιπόν, θεολογικά την ουσία της θεότητας από το σκάνδαλο του εγκιβωτισμού της στον πεπερασμένο ανθρώπινο νου, διατύπωσαν έναν θεολογικό προβληματισμό με τη μορφή φιλοσοφικού συστήματος και μάλιστα στηριγμένου στον Ελληνικό Λόγο. Το σύστημα αυτό ήταν οντολογικό όσον αφορά την ουσία του ανθρώπου και υπαρκτικό ηθικό-γνωσιολογικό όσον αφορά τον Θεό και τον Άνθρωπο.
Γι' αυτό, στο εξής η φιλοσοφική σκέψη κατέστη κυρίως αριστοτελική, όχι γιατί οι Πατέρες δεν γνώριζαν τον Πλάτωνα ή τους προσωκρατικούς. Αντιθέτως, επειδή είχαν αναδεχθεί σε βάθος το πλατωνικό σύστημα, είχαν αντιληφθεί το γνωστικό του αδιέξοδο και θέλησαν να το υπερβούν. Η αριστοτελική σκέψη δεν στάθηκε γι'αυτούς ένα απλό ερμηνευτικό όργανο (πράγμα που δεν θα ήταν διόλου ευκαταφρόνητο ως επιστημονική προσπάθεια). Έγινε δομικό όργανο διατύπωσης μιας νέας θεολογικής (για τον Θεό) σύλληψης, αλλά και μιας νέας φιλοσοφικής (για τον Άνθρωπο) θέσης.
Η αγάπη, έτσι, από αφηρημένο συναίσθημα γίνεται μια φιλοσοφική έννοια χωρίς όμως να χάσει το συναισθηματικό της βάρος. Αξίζει να αναφερθεί ότι η λέξη αγάπη χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην ελληνική γραμματεία από τη χριστιανική σκέψη ως παράγωγο του ρήματος αγαπώ που απαντάται ήδη στον Όμηρο (Οδ. Φ' 289). Ας σημειωθεί ότι ήδη κατά τη χριστιανική χρήση του όρου, αυτός προσκτά κοινωνικό περιεχόμενο: Αγάπες καλούνταν στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους τα κοινά δείπνα των ομοπίστων.
Ο συναφής όρος «έρως» σχετίζεται περισσότερο με την κορπορατική (σωματική) πραγμάτωση του συναισθήματος της αγάπης. Χρησιμοποιείται από τον Όμηρο (Οδ. Σ' 212) και σε όλες τις αναφορές ή εκδοχές του δηλώνει τη σαρκική έλξη και το συναίσθημα που την υποβαθρώνει. Αυτή τη δράση έχει και ο ομώνυμος Θεός που προσωποποιείται τόσο χαρακτηριστικά κυρίως στους ελληνιστικούς χρόνους.
Στην ευαγγελική ορολογία προτιμάται ο όρος αγάπη ως γενικότερος και λιγότερο εξαρτημένος από τη σωματική λειτουργία, άρα ευκολότερα συνδεόμενος προς τον Θεό, ο οποίος είναι «πνεύμα».
Η αγάπη, λοιπόν, είναι για τα θεϊκά πρόσωπα μια αυτόβουλη εκδήλωση, πράξη κοινωνίας μεταξύ τους. Αυτόβουλη με την έννοια ότι επιλέγεται ελεύθερα από το κάθε πρόσωπο καθώς δεν επιβάλλεται από την ουσία του Θεού, αφού η ουσία αυτή καθ' εαυτή δεν «μπορεί» να έχει βούληση. Η βούληση προϋποθέτει τη διαδικασία του αυτοκαθορισμού και ο Θεός ως ουσία δεν «μπορεί» να αντιδιασταλεί προς τίποτα, ώστε να αυτοκαθοριστεί, καθώς ο Αριστοτέλης διδάσκει.
Συγκεκριμένα, η ουσία του Θεού ως προαιώνια, υπέρχρονη και καθολική δεν εγγράφεται σε οποιαδήποτε διαλεκτική σχέση προς ένα έτερον, αφού δεν υπάρχει ούτε ανάλογο ούτε όμοιο ούτε αντίθετο της. Αυτή είναι η πηγή του «είναι». Ο αυτοκαθορισμός, όμως, προϋποθέτει σημείο αναφοράς, αλλά σημείο αναφοράς εκτός αυτής της πηγής δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να την ακυρώνει, αφού έτσι θα υπήρχε «κάτι» επέκεινα του Θεού. Πρόκειται για το γνωστό (αριστοτελικό) επιχείρημα τον «τρίτου ανθρώπου» με το οποίο ο Σταγειρίτης υπονόμευσε καίρια το φιλοσοφικό κύρος της Πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών.
Ακριβώς την ίδια συλλογιστική χρησιμοποίησαν στην οντολογική περί Θεού σύλληψή τους οι Πατέρες. Αυτό δεν σημαίνει ότι κατασκεύασαν μια ιδέα για τον Θεό. Το πρόβλημα δεν ήταν να κατασκευάσουν ένα ορθολογιστικό θεολογικό σύστημα. Η πατερική σκέψη δεν είναι πρωτότυπη φιλοσοφική σύνθεση. Είναι ερμηνευτική προσπάθεια. Έπρεπε τον Λόγο του Θεού, όπως περιλαμβάνεται στα Ευαγγέλια, να τον εκλογικεύσουν, όσο ήταν δυνατό, ώστε να γίνει συλληπτός και άρα βιωματικός. Χρησιμοποίησαν, λοιπόν, το μόνο αξιόλογο φιλοσοφικό όργανο της εποχής τους, τον Ελληνικό Λόγο.
Αυτής της προσπάθειας καρπός είναι η εισαγωγή ή μάλλον η επίκληση των θείων προσώπων. Οι Καππαδόκες, μάλιστα, Πατέρες ταύτισαν τον όρο «πρόσωπο» με τον όρο «υπόσταση», θεωρώντας με βάση τη διαθέσιμη και εύχερη αριστοτελική ορολογία ότι το «πρόσωπο» είναι αυτό που παρέχει υπόσταση (ύπαρξη) στην ουσία.
Αν, λοιπόν, η ουσία του Θεού δεν έχει για τα δικά μας νοητικά μέτρα βούληση, τα πρόσωπα του Θεού έχουν, γιατί αυτοκαθορίζονται σε μια διαδικασία σχέσεως του ενός προς το άλλο. Βούλονται, λοιπόν, να είναι τέτοια δηλαδή πρόσωπα. Έως εδώ ο Θεός «έχει πετύχει» με βάση τους Πατέρες να είναι ον αναγκαίο, δηλ υποτασσόμενο στην ανάγκη (ως προς την ουσία του) και ελεύθερο (ως προς το πρόσωπο του) ξεπερνώντας το πλατωνικό αδιέξοδο του δούλου -στη Μοίρα- Θεού.
Δεν έχει, όμως, ακόμα πετύχει την ενότητα και έτσι καραδοκεί η πιθανότητα της πολυθεΐας...
Το οντολογικό αυτό πρόβλημα οι Πατέρες το λύνουν με την επίκληση της υπαρκτικής διάστασης της αγάπης, καθώς τα θεία πρόσωπα βούλονται, επιλέγουν δηλαδή ελεύθερα, να αγαπούν το ένα το άλλο και έτσι να κοινωνούν. «Κοινωνία» δεν σημαίνει απλώς «επικοινωνία», αλλά «συνύπαρξη» και -προκειμένου για τον Θεό- κοινωνία σημαίνει παράγοντα συγκρότησης της μιας ουσίας, αφού ο Θεός υπάρχει με τη μορφή προσώπων και όχι της ουσίας.
Η μεγάλη οντολογική ανατροπή που έφεραν οι Πατέρες εισάγοντας την έννοια της Αγάπης ως υπαρκτής κατηγορίας στο οπλοστάσιο του ελληνικού φιλοσοφικού Λόγου είναι ότι η ουσία (η αναγκαιότητα) υπάρχει με τον τρόπο που επιλεγεί το πρόσωπο και δεν είναι αυτή που καθορίζει την ύπαρξη του προσώπου, αφού δεν «μπορεί» χωρίς αυτό να υπάρχει, καθώς αυτή καθεαυτή δεν «βούλεται» να υπάρχει.
Αγάπη και Τριαδικότητα
Όταν εμείς οι Χριστιανοί λέμε: "Ο Θεός είναι Αγάπη", κυριολεκτούμε. Καθώς ο Θεός βούλεται να υπάρχει ως αγαπητική κοινωνία προσώπων. Ο Θεός με αυτόβουλη αγάπη, αυτοπροσδιορίζει την ίδια Του την ύπαρξη.
Άμεσα εξαρτημένο από την υπαρκτική - προσωπική - διάσταση της Αγάπης είναι το δόγμα της τριαδικότητας. Δόγμα δεν σημαίνει «ανεξήγητο», όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, αλλά «θεμελιώδες». Για την ακρίβεια σημαίνει εκλογίκευση του άρρητου, εκλογίκευση που, κάθε φορά, θεμελιώνει το γνωστικό οικοδόμημα.
Ο Θεός ως απόλυτη ουσία αν είχε ένα μόνο πρόσωπο, αυτό ούτε θα μπορούσε να υπάρχει ελεύθερα προς αυτήν και ακολούθως ούτε και να κοινωνεί μαζί της υπαρκτικά μέσω της αγάπης. Αν η υπέρχρονη και μη πεπερασμένη ουσία του Θεού εκδηλωνόταν υπαρκτά μέσω ενός προσώπου, τότε το πρόσωπο αυτό δεν θα μπορούσε να μην την επιλέξει, γιατί θα αυτοκαταργείτο. Αλλά ούτε και να την αγαπά θα μπορούσε, γιατί τότε θα συνυπάρχει μαζί της προαιώνια, άρα θα ταυτιζόταν προς αυτήν, εντέλει, και οντολογικά.
Άλλωστε, με βάση την αριστοτελική λογική, το μοναδικό πρόσωπο του θείου προς τι θα αντιδιαστελλόταν υπαρκτικά, ώστε να αυτοκαθοριστεί, αν «άλλο δέος» είναι η ουσία; Πρόκειται, λοιπόν, για μια αναγκαστική σχέση και όχι για μια σχέση ελευθερίας, δηλαδή αγάπης.
Το πρόβλημα του, υπόδουλου στη Μοίρα Θεού που πριν ήταν πρόβλημα οντολογικό τίθεται εκ νέου, τώρα ως πρόβλημα υπαρκτικό και δεν λύνεται. Η τριαδικότητα, δηλαδή η ύπαρξη τριών προσώπων, που επειδή αυτοκαθορίζονται ετεροκαθοριζόμενα το ένα από το άλλο και επιπλέον ελεύθερα επιλέγουν να αγαπούν, δηλαδή να συνυπάρχουν, δίνοντας υπόσταση στην ίδια θεϊκή ουσία, λύνει το πρόβλημα του δούλου Θεού, το οποίο σε απλό οντολογικό επίπεδο μοιάζει άλυτο.
Η αγάπη, λοιπόν, στη χριστιανική θεολογία και βιοθεωρία δεν είναι ένα απλό συναίσθημα. Είναι υπαρκτική κατηγορία που καθορίζει την ίδια τη σύλληψη και βίωση του Θεού και περαιτέρω την ίδια τη σύλληψη και το βίωμα του ανθρώπου. Αν ο Θεός υπάρχει με τον τρόπο αυτό επειδή αγαπά, ο άνθρωπος, νοείται-πραγματώνεται έτσι και όχι αλλιώς, επειδή αγαπά. Όταν δε συμβαίνει αυτό, τότε ο άνθρωπος αυτοκαταργείται.